Η λέξη "eficiente" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "eficiente" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /efiˈθjente/ στην ισπανική προφορά της Ισπανίας και /efiˈsjente/ στην ισπανική προφορά της Λατινικής Αμερικής.
Η λέξη "eficiente" σημαίνει ότι κάτι λειτουργεί ή πραγματοποιείται με τον πιο αποδοτικό τρόπο, ελαχιστοποιώντας σπατάλες, χρόνους ή πόρους. Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, όπως στην εργασία, τη διαχείριση και την καθημερινή ζωή. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
El nuevo sistema es más eficiente que el anterior.
(Το νέο σύστημα είναι πιο αποδοτικό από το προηγούμενο.)
Buscar soluciones eficientes es fundamental en la administración.
(Η αναζήτηση αποδοτικών λύσεων είναι θεμελιώδης στη διοίκηση.)
Στα ισπανικά, η λέξη "eficiente" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την εργασία, την παραγωγικότητα και τη διαχείριση πόρων.
Ser eficiente en el trabajo significa cumplir con los plazos establecidos.
(Να είσαι αποδοτικός στη δουλειά σημαίνει να τηρείς τις καθορισμένες προθεσμίες.)
Buscamos métodos más eficientes para disminuir costos.
(Ψάχνουμε πιο αποδοτικές μεθόδους για να μειώσουμε τα κόστη.)
La planificación eficiente ayuda a maximizar los resultados.
(Η αποδοτική σχεδίαση βοηθάει να μεγιστοποιηθούν τα αποτελέσματα.)
Implementar procesos eficientes es clave para el éxito.
(Η υλοποίηση αποδοτικών διαδικασιών είναι το κλειδί για την επιτυχία.)
La eficiencia es un valor central en nuestra empresa.
(Η αποδοτικότητα είναι μια κεντρική αξία στην επιχείρησή μας.)
Η λέξη "eficiente" προέρχεται από το λατινικό "efficientem", το οποίο σημαίνει "ο οποίος ενεργεί ή προκαλεί". Το "efficientem" προέρχεται από το ρήμα "efficere", που σημαίνει "να κάνει" ή "να εκτελεί".