efusivo: επίθετο.
[efuˈsiβo]
Η λέξη "efusivo" σημαίνει έναν άνθρωπο ή μια συμπεριφορά που εκφράζει συναισθήματα ή ιδέες με υπερβολικό και έντονο τρόπο. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει κάποιον που είναι γεμάτος ενθουσιασμό ή που εκδηλώνει τα συναισθήματά του ανοιχτά. Στη γλώσσα των Ισπανών, η χρήση της λέξης "efusivo" είναι κοινή, τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο.
(Ο τρόπος που μιλάει είναι πολύ εκφραστικός και μεταδίδει στους πάντες.)
El recibimiento fue efusivo, todos aplaudían y sonreían.
Η λέξη "efusivo" υπάρχει σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά δεν είναι τόσο συνηθισμένη στην κατηγορία αυτή. Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν κάποιες αναφορές:
El equipo recibió a su nuevo entrenador con un recibimiento efusivo.
Ser efusivo en las celebraciones.
Η λέξη "efusivo" προέρχεται από το λατινικό "efusivus", το οποίο σημαίνει "που χύνεται έξω", από το ρήμα "effundere" (να χύνεται, να εκχύεται).
Συνώνυμα: - εκφραστικός - πληθωρικός - ένθερμος
Αντώνυμα: - συγκρατημένος - ήσυχος - λιγομίλητος