Ejecutado είναι ένα ουσιαστικό και η παθητική μετοχή του ρήματος "ejecutar".
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /e.xe.kuˈðaðo/
Η λέξη "ejecutado" αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που έχει εκτελεστεί ή πραγματοποιηθεί. Στον νομικό τομέα, μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον που έχει λάβει μια απόφαση, ή σε μια ποινή που έχει εκτελεστεί. Είναι σχετικά πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, καθώς χρησιμοποιείται σε νομικά κείμενα και έγγραφα.
"El condenado fue ejecutado la semana pasada."
Μετάφραση: "Ο καταδικασμένος εκτελέστηκε την περασμένη εβδομάδα."
"La orden fue ejecutada sin demora."
Μετάφραση: "Η εντολή εκτελέστηκε χωρίς καθυστέρηση."
"El plan fue finalmente ejecutado tras muchas dificultades."
Μετάφραση: "Το σχέδιο εκτελέστηκε τελικά μετά από πολλές δυσκολίες."
"Estar en el banco ejecutado."
Μετάφραση: "Να είσαι σε κακή θέση (όταν έχεις ήδη εκτεθεί σε ρίσκο ή προβλήματα)."
"Ejecutado sin juicio."
Μετάφραση: "Εκτελεσμένος χωρίς δίκη."
"Un contrato ejecutado."
Μετάφραση: "Ένα συμβόλαιο που έχει εκτελεστεί."
"Ser ejecutado como un ejemplo."
Μετάφραση: "Να εκτελείται ως παράδειγμα."
Η λέξη "ejecutado" προέρχεται από το ρήμα "ejecutar", που προέρχεται από το λατινικό "exsequi", το οποίο σημαίνει "να ακολουθείς" ή "να εκτελείς".
Συνώνυμα: - realizado (ολοκληρωμένος) - cumplido (εκπληρωμένος)
Αντώνυμα: - anulado (ανευκρινισμένος) - inconcluso (ανέφικτος)