ejecutado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

ejecutado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ejecutado είναι ένα ουσιαστικό και η παθητική μετοχή του ρήματος "ejecutar".

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή (IPA): /e.xe.kuˈðaðo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "ejecutado" αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που έχει εκτελεστεί ή πραγματοποιηθεί. Στον νομικό τομέα, μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον που έχει λάβει μια απόφαση, ή σε μια ποινή που έχει εκτελεστεί. Είναι σχετικά πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, καθώς χρησιμοποιείται σε νομικά κείμενα και έγγραφα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "El condenado fue ejecutado la semana pasada."
    Μετάφραση: "Ο καταδικασμένος εκτελέστηκε την περασμένη εβδομάδα."

  2. "La orden fue ejecutada sin demora."
    Μετάφραση: "Η εντολή εκτελέστηκε χωρίς καθυστέρηση."

  3. "El plan fue finalmente ejecutado tras muchas dificultades."
    Μετάφραση: "Το σχέδιο εκτελέστηκε τελικά μετά από πολλές δυσκολίες."

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "ejecutado"

  1. "Estar en el banco ejecutado."
    Μετάφραση: "Να είσαι σε κακή θέση (όταν έχεις ήδη εκτεθεί σε ρίσκο ή προβλήματα)."

  2. "Ejecutado sin juicio."
    Μετάφραση: "Εκτελεσμένος χωρίς δίκη."

  3. "Un contrato ejecutado."
    Μετάφραση: "Ένα συμβόλαιο που έχει εκτελεστεί."

  4. "Ser ejecutado como un ejemplo."
    Μετάφραση: "Να εκτελείται ως παράδειγμα."

Ετυμολογία

Η λέξη "ejecutado" προέρχεται από το ρήμα "ejecutar", που προέρχεται από το λατινικό "exsequi", το οποίο σημαίνει "να ακολουθείς" ή "να εκτελείς".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - realizado (ολοκληρωμένος) - cumplido (εκπληρωμένος)

Αντώνυμα: - anulado (ανευκρινισμένος) - inconcluso (ανέφικτος)



23-07-2024