Ο όρος "ejecutivo" είναι επίθετο αλλά και ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "ejecutivo" είναι [e.xe.kuˈti.βo].
Η λέξη "ejecutivo" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να αναφερθεί σε κάποιον που έχει εξουσία να παίρνει αποφάσεις ή να εκτελεί εργασίες σε οργανωτικό, επιχειρηματικό ή νομικό πλαίσιο. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και οι νομικές και οικονομικές συζητήσεις ενδέχεται να τη χρησιμοποιούν πιο συχνά σε γραπτές μορφές.
Ο διευθυντής εκτελεστικός παρουσίασε τη νέα στρατηγική της εταιρείας.
Los ejecutivos deben tomar decisiones rápidas para adaptarse al mercado.
Οι εκτελεστικοί πρέπει να λαμβάνουν γρήγορες αποφάσεις για να προσαρμοστούν στην αγορά.
La función de un ejecutivo es supervisar y controlar los proyectos.
Η λέξη "ejecutivo" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν παραδείγματα:
Μια εκτελεστική συνάντηση είναι προγραμματισμένη για αύριο.
El equipo ejecutivo trabaja en la implementación del nuevo plan.
Η εκτελεστική ομάδα εργάζεται στην υλοποίηση του νέου σχεδίου.
Él tiene una mentalidad de ejecutivo, siempre enfocado en resultados.
Έχει νοοτροπία εκτελεστικού, πάντα εστιασμένος στα αποτελέσματα.
Se necesita una decisión ejecutiva para avanzar con el proyecto.
Χρειάζεται μια εκτελεστική απόφαση για να προχωρήσει το έργο.
Los cambios en la legislación requieren una respuesta ejecutiva.
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα "ejecutar", που σημαίνει "να εκτελείς" ή "να πραγματοποιείς". Η κατάληξη "-ivo" υποδηλώνει μια ποιότητα ή κατάσταση.
Αυτές οι πληροφορίες αναδεικνύουν τη σημασία και τη χρήση της λέξης "ejecutivo" στα Ισπανικά, υποδεικνύοντας την πλατιά εφαρμογή της σε διαφορετικούς τομείς.