Ρήμα (στην Ισπανική γλώσσα, "ejecutor" είναι ουσιαστικό που σημαίνει "εκτελεστής").
/eksekɾiˈtuɾ/
Η λέξη "ejecutor" αναφέρεται σε ένα άτομο ή έναν φορέα που εκτελεί μια εντολή, έναν νόμο ή μια δράση. Συνήθως χρησιμοποιείται σε νομικά και οικονομικά συμφραζόμενα για να περιγράψει κάποιον που υλοποιεί μια διαδικασία ή δράση. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, ειδικά σε νομικά κείμενα ή επίσημες αναφορές. Χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο σε γραπτό λόγο παρακολουθώντας διαδικασίες και εφαρμογές πολιτικής.
El ejecutor de la sentencia fue notificado ayer.
(Ο εκτελεστής της απόφασης ειδοποιήθηκε χθες.)
El ejecutor de la obra debe seguir las especificaciones.
(Ο εκτελεστής του έργου πρέπει να ακολουθεί τις προδιαγραφές.)
Η λέξη "ejecutor" μπορεί να συμμετέχει σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
El ejecutor de los deseos.
(Ο εκτελεστής των επιθυμιών.) - Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάποιον που εκπληρώνει τα θέλω ή τις επιθυμίες άλλων.
Actuar como el ejecutor del plan.
(Να ενεργείς ως εκτελεστής του σχεδίου.) - Χρησιμοποιείται όταν κάποιος αναλαμβάνει την ευθύνη να υλοποιήσει ένα σχέδιο.
Saber quién es el verdadero ejecutor.
(Να ξέρεις ποιος είναι ο αληθινός εκτελεστής.) - Αναφέρεται στην ανάγκη να προσδιοριστεί η πηγή ή ο υπεύθυνος για μια ενέργεια ή πράξη.
Η λέξη "ejecutor" προέρχεται από το λατινικό "excecutor", το οποίο σημαίνει "ο εκτελών". Το ρήμα "ejecutar" (να εκτελέσει) είναι η ρίζα της, αναφερόμενο στη διαδικασία υλοποίησης μιας ενέργειας ή εντολής.
Συνώνυμα: - Implementador (υλοποιητής) - Cumplidor (εκπληρωτής)
Αντώνυμα: - Inhibidor (ανασταλτικός) - Obstaculizador (εμποδιστής)