Το "ejercer" είναι ρήμα.
[e.xer.θeɾ] (Ισπανικά από Ισπανία)
[e.xer.seɾ] (Ισπανικά από Λατινική Αμερική)
Το "ejercer" σημαίνει "να ασκείς" ή "να εξασκείς" κάτι, συνήθως αναφέρεται σε επαγγελματική ή νομική δραστηριότητα. Χρησιμοποιείται συνήθως στο γραπτό και προφορικό λόγο και είναι αρκετά συχνό σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της νομικής και οικονομικής γλώσσας.
Η λέξη "ejercer" χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την εκτέλεση ενός επαγγέλματος ή της εφαρμογής ενός δικαιώματος. Μπορεί να αφορά την άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή την εφαρμογή συγκεκριμένων διαδικασιών.
Ella decidió ejercer la medicina después de graduarse.
(Αυτή αποφάσισε να ασκήσει την ιατρική μετά την αποφοίτησή της.)
Es importante ejercer tus derechos cívicos durante las elecciones.
(Είναι σημαντικό να ασκείς τα πολιτικά σου δικαιώματα κατά τη διάρκεια των εκλογών.)
Στο Ισπανικά, το "ejercer" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
El jefe debe ejercer la autoridad para mantener el orden.
(Ο προϊστάμενος πρέπει να ασκεί την εξουσία για να διατηρεί την τάξη.)
Ejercer la profesión
(Άσκηση επαγγέλματος)
Después de años de estudio, finalmente pudo ejercer la profesión de abogado.
(Μετά από χρόνια μελέτης, τελικά μπόρεσε να ασκήσει το επαγγελματικό δικηγόρο.)
Ejercer el derecho
(Άσκηση του δικαιώματος)
Η λέξη "ejercer" προέρχεται από το λατινικό "exerere", που σημαίνει "να κρατάς σε δράση" ή "να ασκείται".
Συνώνυμα:
- practicar (ασκώ)
- aplicar (εφαρμόζω)
Αντώνυμα:
- abandonar (παρατώ)
- descuidar (αμελώ)