ejercer - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

ejercer (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "ejercer" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

[e.xer.θeɾ] (Ισπανικά από Ισπανία)
[e.xer.seɾ] (Ισπανικά από Λατινική Αμερική)

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Το "ejercer" σημαίνει "να ασκείς" ή "να εξασκείς" κάτι, συνήθως αναφέρεται σε επαγγελματική ή νομική δραστηριότητα. Χρησιμοποιείται συνήθως στο γραπτό και προφορικό λόγο και είναι αρκετά συχνό σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της νομικής και οικονομικής γλώσσας.

Χρήση

Η λέξη "ejercer" χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την εκτέλεση ενός επαγγέλματος ή της εφαρμογής ενός δικαιώματος. Μπορεί να αφορά την άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή την εφαρμογή συγκεκριμένων διαδικασιών.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Ella decidió ejercer la medicina después de graduarse.
    (Αυτή αποφάσισε να ασκήσει την ιατρική μετά την αποφοίτησή της.)

  2. Es importante ejercer tus derechos cívicos durante las elecciones.
    (Είναι σημαντικό να ασκείς τα πολιτικά σου δικαιώματα κατά τη διάρκεια των εκλογών.)

Ιδωτιακές εκφράσεις

Στο Ισπανικά, το "ejercer" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές από αυτές:

  1. Ejercer la autoridad
    (Ασκώ την εξουσία)
  2. El jefe debe ejercer la autoridad para mantener el orden.
    (Ο προϊστάμενος πρέπει να ασκεί την εξουσία για να διατηρεί την τάξη.)

  3. Ejercer la profesión
    (Άσκηση επαγγέλματος)

  4. Después de años de estudio, finalmente pudo ejercer la profesión de abogado.
    (Μετά από χρόνια μελέτης, τελικά μπόρεσε να ασκήσει το επαγγελματικό δικηγόρο.)

  5. Ejercer el derecho
    (Άσκηση του δικαιώματος)

  6. Los ciudadanos deben ejercer el derecho al voto.
    (Οι πολίτες πρέπει να ασκήσουν το δικαίωμα ψήφου.)

Ετυμολογία

Η λέξη "ejercer" προέρχεται από το λατινικό "exerere", που σημαίνει "να κρατάς σε δράση" ή "να ασκείται".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- practicar (ασκώ) - aplicar (εφαρμόζω)

Αντώνυμα:
- abandonar (παρατώ) - descuidar (αμελώ)



22-07-2024