Το "ejercitar" είναι ρήμα (verb) στα Ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή του "ejercitar" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /exeɾθiˈtaɾ/.
Η λέξη "ejercitar" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - ασκήσεις - εκπαίδευση - εξάσκηση
Η λέξη "ejercitar" σημαίνει να ασκείς ή να εκπαίδευες κάποια δραστηριότητα ή ικανότητα. Χρησιμοποιείται συχνά όταν αναφέρουμε την πρακτική ή την προπόνηση σε διάφορους τομείς, όπως η σωματική εκπαίδευση, η νομική εκπαίδευση ή οι δεξιότητες γενικά. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, αν και είναι επίσης συνηθισμένη στον προφορικό λόγο.
Εγώ χρειάζομαι να ασκώ το μυαλό μου κάθε μέρα.
Es importante ejercitar el cuerpo para mantener la salud.
Είναι σημαντικό να ασκείς το σώμα για να διατηρείς την υγεία.
Los estudiantes deben ejercitar sus habilidades en el derecho.
Η λέξη "ejercitar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν κάποιες παραδείγματα:
Ασκώ το δικαίωμα στην υπεράσπιση.
Ejercitar el pensamiento crítico es esencial.
Η άσκηση της κριτικής σκέψης είναι ουσιώδης.
Ejercitarse en el idioma es clave para aprenderlo.
Η εξάσκηση στη γλώσσα είναι το κλειδί για να τη μάθεις.
Ejercitar disciplina ayuda a lograr metas.
Η στήριξη της πειθαρχίας βοηθάει να επιτευχθούν οι στόχοι.
Es vital ejercitar los derechos humanos.
Είναι ζωτικής σημασίας να ασκούνται τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Ejercitar la paciencia es una virtud.
Η λέξη "ejercitar" προέρχεται από το λατινικό "exercitare", που σημαίνει "να ασκείς" ή "να εκπαιδεύεις".
Συνώνυμα: - practicar (πρακτική) - entrenar (εκπαίδευση) - habituar (συνήθεια)
Αντώνυμα: - descuidar (αμελώ) - ignorar (αγνοώ) - desentrenar (παύω την εκπαίδευση)