ejercitar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

ejercitar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "ejercitar" είναι ρήμα (verb) στα Ισπανικά.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "ejercitar" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /exeɾθiˈtaɾ/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "ejercitar" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - ασκήσεις - εκπαίδευση - εξάσκηση

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "ejercitar" σημαίνει να ασκείς ή να εκπαίδευες κάποια δραστηριότητα ή ικανότητα. Χρησιμοποιείται συχνά όταν αναφέρουμε την πρακτική ή την προπόνηση σε διάφορους τομείς, όπως η σωματική εκπαίδευση, η νομική εκπαίδευση ή οι δεξιότητες γενικά. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, αν και είναι επίσης συνηθισμένη στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Yo necesito ejercitar mi mente todos los días.
  2. Εγώ χρειάζομαι να ασκώ το μυαλό μου κάθε μέρα.

  3. Es importante ejercitar el cuerpo para mantener la salud.

  4. Είναι σημαντικό να ασκείς το σώμα για να διατηρείς την υγεία.

  5. Los estudiantes deben ejercitar sus habilidades en el derecho.

  6. Οι μαθητές πρέπει να ασκούν τις ικανότητές τους στο δίκαιο.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "ejercitar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν κάποιες παραδείγματα:

  1. Ejercitar el derecho a la defensa.
  2. Ασκώ το δικαίωμα στην υπεράσπιση.

  3. Ejercitar el pensamiento crítico es esencial.

  4. Η άσκηση της κριτικής σκέψης είναι ουσιώδης.

  5. Ejercitarse en el idioma es clave para aprenderlo.

  6. Η εξάσκηση στη γλώσσα είναι το κλειδί για να τη μάθεις.

  7. Ejercitar disciplina ayuda a lograr metas.

  8. Η στήριξη της πειθαρχίας βοηθάει να επιτευχθούν οι στόχοι.

  9. Es vital ejercitar los derechos humanos.

  10. Είναι ζωτικής σημασίας να ασκούνται τα ανθρώπινα δικαιώματα.

  11. Ejercitar la paciencia es una virtud.

  12. Η άσκηση της υπομονής είναι μια αρετή.

Ετυμολογία

Η λέξη "ejercitar" προέρχεται από το λατινικό "exercitare", που σημαίνει "να ασκείς" ή "να εκπαιδεύεις".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - practicar (πρακτική) - entrenar (εκπαίδευση) - habituar (συνήθεια)

Αντώνυμα: - descuidar (αμελώ) - ignorar (αγνοώ) - desentrenar (παύω την εκπαίδευση)



22-07-2024