elaborado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

elaborado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "elaborado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει δημιουργηθεί με προσοχή, που είναι καλά σχεδιασμένο ή που περιλαμβάνει πολλές λεπτομέρειες. Χρησιμοποιείται συχνά για φαγητά, μισθωμένες συμφωνίες, σχεδιασμό και γενικά οτιδήποτε απαιτεί προγραμματισμό και δεξιότητα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El informe que presentó era muy elaborado.
  2. Η αναφορά που παρουσίασε ήταν πολύ εκλεπτυσμένη.

  3. Su vestido es muy elaborado y tiene muchos detalles.

  4. Το φόρεμά της είναι πολύ προσεγμένο και έχει πολλές λεπτομέρειες.

  5. El menú del restaurante es elaborado con ingredientes frescos.

  6. Το μενού του εστιατορίου είναι διεξοδικό με φρέσκα υλικά.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "elaborado" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στη γλώσσα Ισπανικά. Μερικές από αυτές περιλαμβάνουν:

  1. Un proyecto elaborado
  2. Μετάφραση: Ένα εκλεπτυσμένο έργο.

  3. Un análisis elaborado

  4. Μετάφραση: Μια διεξοδική ανάλυση.

  5. Una receta elaborada

  6. Μετάφραση: Μια προσεγμένη συνταγή.

  7. Un plan elaborado

  8. Μετάφραση: Ένα καλά σχεδιασμένο σχέδιο.

  9. Una obra elaborada

  10. Μετάφραση: Ένα ολοκληρωμένο έργο.

  11. Un discurso elaborado

  12. Μετάφραση: Ένας προσεγμένος λόγος.

  13. Una respuesta elaborada

  14. Μετάφραση: Μια διεξοδική απάντηση.

  15. Un diseño elaborado

  16. Μετάφραση: Ένας εκλεπτυσμένος σχεδιασμός.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "elaborado" προέρχεται από το ρήμα "elaborar", το οποίο σημαίνει "να κατασκευάσεις" ή "να δουλέψεις κάτι με φροντίδα". Η ρίζα του "elaborar" προέρχεται από το λατινικό "elaborare", που σημαίνει "να εργάζεσαι έξω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Detallado (λεπτομερής) - Complejo (σύνθετος)

Αντώνυμα: - Sencillo (απλός) - Simple (απλό)



23-07-2024