Η λέξη "elasticidad" είναι ουσιαστικό (η λέξη είναι θηλυκού γένους).
Φωνητική μεταγραφή κατά το διεθνές φωνητικό αλφάβητο: [elas.ti.kiˈðað]
Η λέξη "elasticidad" αναφέρεται στην ικανότητα ενός υλικού ή ενός οργανισμού να επανέρχεται στην αρχική του μορφή μετά από μια παραμόρφωση. Χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά και επαγγελματικά περιβάλλοντα, όπως η φυσική, η μηχανική και η ιατρική.
Η χρήση της είναι σχετικά συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδίως σε τεχνικά κείμενα. Μπορεί να χρησιμοποιείται σε καθημερινές συνομιλίες σε ακαδημαϊκά περιβάλλοντα ή συζητήσεις περί επιστημών.
La elasticidad de la goma es fundamental para su funcionamiento.
(Η ελαστικότητα του λάστιχου είναι θεμελιώδης για τη λειτουργία του.)
En medicina, la elasticidad de los tejidos puede influir en la salud del paciente.
(Στην ιατρική, η ελαστικότητα των ιστών μπορεί να επηρεάσει την υγεία του ασθενούς.)
Η λέξη "elasticidad" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν κάποιες φράσεις που αποδίδουν την έννοια της ευελιξίας ή της προσαρμοστικότητας.
Tener elasticidad en la toma de decisiones es importante en los negocios.
(Η ελαστικότητα κατά τη λήψη αποφάσεων είναι σημαντική στις επιχειρήσεις.)
La elasticidad de la mente nos permite adaptarnos a nuevas situaciones.
(Η ελαστικότητα του μυαλού μας επιτρέπει να προσαρμοζόμαστε σε νέες καταστάσεις.)
En el deporte, la elasticidad es clave para evitar lesiones.
(Στον αθλητισμό, η ελαστικότητα είναι κλειδί για να αποφεύγονται οι τραυματισμοί.)
Η λέξη "elasticidad" προέρχεται από την ελληνική λέξη "ἐλαστικός" (elastikós), που σημαίνει "ευέλικτος", σε συνδυασμό με την κατάληξη -idad που δείχνει ποιότητα ή κατάσταση.
Συνώνυμα: - flexibilidad (ευελιξία) - resiliencia (ανθεκτικότητα)
Αντώνυμα: - rigidez (ακαμψία) - inmovilidad (ακινησία)