electoral - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

electoral (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Επίθετο

Φωνητική μεταγραφή

/eˈlek.tɔɾal/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "electoral" χρησιμοποιείται για να περιγράψει οτιδήποτε σχετίζεται με τις εκλογές. Χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο της πολιτικής, των διαδικασιών ψηφοφορίας και των εκλογικών κανονισμών. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στην προφορική όσο και στη γραπτή γλώσσα, αν και η γραπτή γλώσσα την προτιμά όταν αναφέρεται σε επίσημα έγγραφα ή αναφορές.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Las elecciones electorales se celebrarán en noviembre.
  2. Οι εκλογές θα διεξαχθούν τον Νοέμβριο.

  3. Es importante que todos los ciudadanos participen en el proceso electoral.

  4. Είναι σημαντικό όλοι οι πολίτες να συμμετάσχουν στη διαδικασία των εκλογών.

  5. La comisión electoral supervisa el conteo de votos.

  6. Η εκλογική επιτροπή εποπτεύει την καταμέτρηση των ψήφων.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "electoral" είναι λιγότερο κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει νόημα στο πολιτικό πλαίσιο.

  1. Reforma electoral: Η μεταρρύθμιση των εκλογών.
  2. La reforma electoral busca garantizar mayor transparencia en el proceso.
  3. Η μεταρρύθμιση των εκλογών στοχεύει να διασφαλίσει μεγαλύτερη διαφάνεια στη διαδικασία.

  4. Sistema electoral: Το εκλογικό σύστημα.

  5. El sistema electoral de este país es muy complejo.
  6. Το εκλογικό σύστημα αυτής της χώρας είναι πολύ περίπλοκο.

  7. Candidatura electoral: Η εκλογική υποψηφιότητα.

  8. Su candidatura electoral ha sido bien recibida por el público.
  9. Η εκλογική της υποψηφιότητα έχει γίνει δεκτή θετικά από το κοινό.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "electoral" προέρχεται από το λατινικό "electoralis", που σχετίζεται με το "elector", το οποίο σημαίνει "αυτός που ψηφίζει".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - electoralista (εκλογικός) - electivo (εκλογικός, σχετικός με την εκλογή)

Αντώνυμα: - no electoral (όχι εκλογικός) - apolítico (αποπολιτικός)



23-07-2024