Επίθετο
/eˈlek.tɔɾal/
Η λέξη "electoral" χρησιμοποιείται για να περιγράψει οτιδήποτε σχετίζεται με τις εκλογές. Χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο της πολιτικής, των διαδικασιών ψηφοφορίας και των εκλογικών κανονισμών. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στην προφορική όσο και στη γραπτή γλώσσα, αν και η γραπτή γλώσσα την προτιμά όταν αναφέρεται σε επίσημα έγγραφα ή αναφορές.
Οι εκλογές θα διεξαχθούν τον Νοέμβριο.
Es importante que todos los ciudadanos participen en el proceso electoral.
Είναι σημαντικό όλοι οι πολίτες να συμμετάσχουν στη διαδικασία των εκλογών.
La comisión electoral supervisa el conteo de votos.
Η λέξη "electoral" είναι λιγότερο κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει νόημα στο πολιτικό πλαίσιο.
Η μεταρρύθμιση των εκλογών στοχεύει να διασφαλίσει μεγαλύτερη διαφάνεια στη διαδικασία.
Sistema electoral: Το εκλογικό σύστημα.
Το εκλογικό σύστημα αυτής της χώρας είναι πολύ περίπλοκο.
Candidatura electoral: Η εκλογική υποψηφιότητα.
Η λέξη "electoral" προέρχεται από το λατινικό "electoralis", που σχετίζεται με το "elector", το οποίο σημαίνει "αυτός που ψηφίζει".
Συνώνυμα: - electoralista (εκλογικός) - electivo (εκλογικός, σχετικός με την εκλογή)
Αντώνυμα: - no electoral (όχι εκλογικός) - apolítico (αποπολιτικός)