Η λέξη "electricista" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /elekˈtɾis.ta/
Η λέξη "electricista" αναφέρεται σε έναν επαγγελματία που ασχολείται με την εγκατάσταση, επισκευή και συντήρηση ηλεκτρικών συστημάτων, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων σε κτίρια, βιομηχανίες και άλλες υποδομές. Η χρήση της είναι συχνή και παρατηρείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδίως σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με την κατασκευή ή την επισκευή ηλεκτρικών συστημάτων.
El electricista llegó a reparar el cortocircuito.
(Ο ηλεκτρολόγος ήρθε να επισκευάσει την βλάβη.)
Necesitamos contratar a un electricista para la nueva construcción.
(Χρειαζόμαστε να προσλάβουμε έναν ηλεκτρολόγο για τη νέα οικοδομή.)
Η λέξη "electricista" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά είναι σημαντική για τις παρακάτω φράσεις σχετικές με την εργασία και την καθημερινή ζωή:
"Ser un electricista de la vida" - Significa que alguien tiene la habilidad de resolver problemas y hacer que las cosas funcionen.
(Να είσαι ηλεκτρολόγος της ζωής σημαίνει ότι κάποιος έχει την ικανότητα να επιλύει προβλήματα και να κάνει τα πράγματα να λειτουργούν.)
"Tener en la familia a un electricista es un gran alivio".
(Να έχεις στον οικογένεια έναν ηλεκτρολόγο είναι μεγάλη ανακούφιση.)
Η λέξη "electricista" προέρχεται από το "electricidad", που σημαίνει "ηλεκτρισμός", και το προσωνυμικό "-ista", που υποδηλώνει επαγγελματική ή ειδική δραστηριότητα. Η λέξη "electricidad" προέρχεται από το ελληνικό "ήλεκτρον" (ήλεκτρο).
especialista en electricidad
Αντώνυμα:
Αυτή η πληροφορία ελπίζουμε να σας φαίνεται χρήσιμη. Εάν έχετε περισσότερες ερωτήσεις, μη διστάσετε να ρωτήσετε.