electricista - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

electricista (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "electricista" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /elekˈtɾis.ta/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "electricista" αναφέρεται σε έναν επαγγελματία που ασχολείται με την εγκατάσταση, επισκευή και συντήρηση ηλεκτρικών συστημάτων, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων σε κτίρια, βιομηχανίες και άλλες υποδομές. Η χρήση της είναι συχνή και παρατηρείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδίως σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με την κατασκευή ή την επισκευή ηλεκτρικών συστημάτων.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El electricista llegó a reparar el cortocircuito.
    (Ο ηλεκτρολόγος ήρθε να επισκευάσει την βλάβη.)

  2. Necesitamos contratar a un electricista para la nueva construcción.
    (Χρειαζόμαστε να προσλάβουμε έναν ηλεκτρολόγο για τη νέα οικοδομή.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "electricista" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά είναι σημαντική για τις παρακάτω φράσεις σχετικές με την εργασία και την καθημερινή ζωή:

  1. "Ser un electricista de la vida" - Significa que alguien tiene la habilidad de resolver problemas y hacer que las cosas funcionen.
    (Να είσαι ηλεκτρολόγος της ζωής σημαίνει ότι κάποιος έχει την ικανότητα να επιλύει προβλήματα και να κάνει τα πράγματα να λειτουργούν.)

  2. "Tener en la familia a un electricista es un gran alivio".
    (Να έχεις στον οικογένεια έναν ηλεκτρολόγο είναι μεγάλη ανακούφιση.)

Ετυμολογία

Η λέξη "electricista" προέρχεται από το "electricidad", που σημαίνει "ηλεκτρισμός", και το προσωνυμικό "-ista", που υποδηλώνει επαγγελματική ή ειδική δραστηριότητα. Η λέξη "electricidad" προέρχεται από το ελληνικό "ήλεκτρον" (ήλεκτρο).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Αυτή η πληροφορία ελπίζουμε να σας φαίνεται χρήσιμη. Εάν έχετε περισσότερες ερωτήσεις, μη διστάσετε να ρωτήσετε.



23-07-2024