Το "electrodo" είναι ουσιαστικό.
/elekˈtɾoðo/
Η λέξη "electrodo" αναφέρεται σε μια συσκευή ή στοιχείο που διευκολύνει την επαφή μεταξύ ενός ηλεκτρολύτη και ενός ηλεκτρικού κυκλώματος. Χρησιμοποιείται ευρέως στη ιατρική, την ηλεκτρολογία, και σε πειράματα φυσικής και χημείας. Η συχνότητά της χρήσης είναι υψηλή και χρησιμοποιείται περισσότερο σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα παρά στο προφορικό λόγο.
El electrodo se utiliza para medir la actividad eléctrica en el corazón.
(Το ηλεκτρόδιο χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ηλεκτρικής δραστηριότητας της καρδιάς.)
Es importante cambiar el electrodo regularmente en un experimento de laboratorio.
(Είναι σημαντικό να αλλάζετε το ηλεκτρόδιο τακτικά σε ένα εργαστηριακό πείραμα.)
Los electrodos son fundamentales en la electroquímica.
(Τα ηλεκτρόδια είναι θεμελιώδη στην ηλεκτροχημεία.)
Η λέξη "electrodo" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στο ισπανικά, αλλά υπάρχουν κάποιες χρήσεις που σχετίζονται με την επιστήμη και την τεχνολογία.
Poner el electrodo correcto es crucial para la precisión de los resultados.
(Η τοποθέτηση του σωστού ηλεκτροδίου είναι κρίσιμη για την ακρίβεια των αποτελεσμάτων.)
El electrodo de referencia es fundamental en mediciones electroquímicas.
(Το ηλεκτρόδιο αναφοράς είναι θεμελιώδες στις ηλεκτροχημικές μετρήσεις.)
Se debe calibrar el electrodo regularmente para obtener lecturas precisas.
(Πρέπει να γίνεται περιοδική βαθμονόμηση του ηλεκτροδίου για να λαμβάνονται ακριβείς μετρήσεις.)
Un mal electrodo puede llevar a resultados erróneos en los experimentos.
(Ένα κακό ηλεκτρόδιο μπορεί να οδηγήσει σε λάθος αποτελέσματα στα πειράματα.)
Η λέξη "electrodo" προέρχεται από τα ελληνικά "ēlektron" που σημαίνει "ηλεκτρόν" και το "odous," που σημαίνει "οδός" ή "μονοπάτι." Συνεπώς, αυτή η σύνθεση υποδηλώνει κάτι σαν "οδό του ηλεκτρόν."
Συνώνυμα: * Conductor (αγωγός) * Terminal (τερματικός)
Αντώνυμα: * Nonconductor (μη αγωγός) * Aislante (μονωτής)