Η λέξη "elegante" είναι επίθετο στα Ισπανικά.
/eleˈɣante/
Η λέξη "elegante" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που έχει κομψότητα και στυλ. Μπορεί να αναφέρεται σε ρούχα, συμπεριφορές, αρχιτεκτονική ή ακόμα και σε τρόπους. Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και αποδίδει μια αίσθηση μεγαλύτερης ποιότητας και φινέτσας. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να ακούγεται και στον προφορικό λόγο.
Αυτή πάντα ντύνεται με κομψότητα για τις ειδικές περιστάσεις.
La decoración de la casa es muy elegante y sofisticada.
Η λέξη "elegante" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε πολύ ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν μερικές σχετικές φράσεις που αναδεικνύουν τη σημασία της στην ισπανική γλώσσα.
Με κομψό ύφος.
Tiene modales muy elegantes.
Έχει πολύ κομψούς τρόπους.
Un evento elegante requiere una vestimenta adecuada.
Ένα κομψό γεγονός απαιτεί κατάλληλη ένδυση.
La música de fondo era elegante y tranquila.
Η λέξη "elegante" προέρχεται από το λατινικό "elegans", το οποίο σημαίνει "καλός", "εκλεπτυσμένος" ή "ευπαρουσίαστος". Η ρίζα του "eleg" σχετίζεται με την εκλέξει και την επιλογή, γεγονός που υποδηλώνει ότι το κομψό είναι αποτέλεσμα προσεκτικής επιλογής.