Το "elegido" είναι επίθετο και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως ουσιαστικό.
Фωνητική μεταγραφή: /eleˈxi.ðo/
Η λέξη "elegido" προέρχεται από το ρήμα "elegir", που σημαίνει "εκλέγω" ή "επιλέγω". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που έχει επιλεγεί ή εκλεγεί για μία συγκεκριμένη θέση ή εργασία. Η χρήση της σε προφορικό και γραπτό λόγο είναι αρκετά συχνή. Στους προφορικούς διαλόγους, είναι πιο κοινό σε περιπτώσεις όπως εκλογές ή κριτικές επιλογές.
Él es el elegido para liderar el proyecto.
(Αυτός είναι ο επιλεγμένος για να ηγηθεί του έργου.)
La comunidad decidió quién sería el elegido como su representante.
(Η κοινότητα αποφάσισε ποιος θα είναι ο εκλεγμένος εκπρόσωπός της.)
El elegido para el premio fue un artista muy talentoso.
(Ο επιλεγμένος για το βραβείο ήταν ένας πολύ ταλαντούχος καλλιτέχνης.)
Στο Ισπανικά, η λέξη "elegido" εμφανίζεται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις και παραφράσεις, οι οποίες ορίζουν την εκλογή ή επιλογή κάποιου.
Ser el elegido por el destino
(Να είσαι ο επιλεγμένος από τη μοίρα)
Αυτό σημαίνει ότι κάποιος έχει επιλεγεί για έναν σημαντικό ρόλο ή πρόκληση.
Estar entre los elegidos
(Να είσαι ανάμεσα στους εκλεγμένους)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει επιλεγεί σε μια ειδική ομάδα ή για μια προνομιούχα θέση.
El elegido del pueblo
(Ο εκλεγμένος του λαού)
Αφορά κάποιον που έχει εκλεγεί από την κοινότητα ή τον λαό για να τους εκπροσωπήσει.
Fue considerado el elegido en sus estudios.
(Θεωρήθηκε ο επιλεγμένος κατά τις σπουδές του.)
Το οποίο σημαίνει ότι κάποιος αναγνωρίστηκε για τις επιδόσεις του ή τις δεξιότητές του.
Το "elegido" προέρχεται από το ρήμα "elegir", το οποίο έχει λατινικές ρίζες, συγκεκριμένα από το "eligere", το οποίο σημαίνει "να διαλέγει".