Η λέξη "elemental" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /elemen'tal/
Η λέξη "elemental" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που είναι θεμελιώδες, βασικό ή που σχετίζεται με τα στοιχεία της φύσης (π.χ., φωτιά, νερό, αέρας, γη). Χρησιμοποιείται συχνά σε διαφορετικά πλαίσια, όπως σε επιστημονικές, φιλοσοφικές ή καθημερινές συζητήσεις. Στη γλώσσα, η λέξη "elemental" χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά η γραπτή της χρήση είναι επίσης διαδεδομένη.
Es elemental entender las bases de la química.
(Είναι στοιχειώδες να κατανοήσουμε τις βάσεις της χημείας.)
El fuego es un elemento elemental en la naturaleza.
(Η φωτιά είναι ένα βασικό στοιχείο στη φύση.)
Para resolver este problema, es elemental seguir las instrucciones.
(Για να λύσεις αυτό το πρόβλημα, είναι θεμελιώδες να ακολουθήσεις τις οδηγίες.)
Η λέξη "elemental" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, που συνήθως αναφέρονται σε θεμελιώδη ή βασικά ζητήματα.
"Es elemental que todos participen en la reunión."
(Είναι θεμελιώδες να συμμετάσχουν όλοι στη συνάντηση.)
"Su explicación fue elemental y fácil de entender."
(Η εξήγησή του ήταν βασική και εύκολη στην κατανόηση.)
"A veces, las decisiones elementales son las más difíciles de tomar."
(Κάποτε, οι στοιχειώδεις αποφάσεις είναι οι πιο δύσκολες να ληφθούν.)
"El respeto es un principio elemental en cualquier relación."
(Ο σεβασμός είναι μια θεμελιώδης αρχή σε οποιαδήποτε σχέση.)
"Es elemental no descuidar la salud."
(Είναι στοιχειώδες να μην παραμελούμε την υγεία.)
Η λέξη "elemental" προέρχεται από το λατινικό "elementalis", που σημαίνει "σχετικό με τα στοιχεία".