Elemento είναι ένα ουσιαστικό, αρσενικού γένους.
/eleˈmento/
Η λέξη elemento αναφέρεται σε ένα βασικό ή απαραίτητο κομμάτι ή συστατικό ενός συνόλου, μίας δομής ή ενός συστήματος. Χρησιμοποιείται σε ποικιλία τομέων, όπως στη χημεία (για χημικά στοιχεία), τη φυσική (για τα βασικά στοιχεία της ύλης) και τα μαθηματικά (για στοιχεία ενός συνόλου). Γενικά, έχει συχνή χρήση τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
"Ο οξυγόνο είναι ένα ουσιώδες στοιχείο για τη ζωή."
"Los elementos de la lista deben ser revisados."
Η λέξη elemento χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
"Είναι ένα κλειδί στοιχείο στην επιτυχία του έργου."
"Cada elemento tiene su importancia en el diseño."
"Κάθε στοιχείο έχει τη σημασία του στο σχέδιο."
"No todos los elementos son visibles a simple vista."
"Όχι όλα τα στοιχεία είναι ορατά με γυμνό μάτι."
"El elemento sorpresa es fundamental en esta estrategia."
"Το στοιχείο της έκπληξης είναι θεμελιώδες σε αυτή τη στρατηγική."
"Los elementos químicos se organizan en la tabla periódica."
"Τα χημικά στοιχεία οργανώνονται στον περιοδικό πίνακα."
"El valor de cada elemento depende de su contexto."
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό elementum, το οποίο σημαίνει "βασικό συστατικό" ή "στοιχείο".
Συνώνυμα: - Componente (συστατικό) - Parte (μέρος)
Αντώνυμα: - Totalidad (σύνολο) - Conjunto (σύνολο)