elemento - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

elemento (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Elemento είναι ένα ουσιαστικό, αρσενικού γένους.

Φωνητική μεταγραφή

/eleˈmento/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη elemento αναφέρεται σε ένα βασικό ή απαραίτητο κομμάτι ή συστατικό ενός συνόλου, μίας δομής ή ενός συστήματος. Χρησιμοποιείται σε ποικιλία τομέων, όπως στη χημεία (για χημικά στοιχεία), τη φυσική (για τα βασικά στοιχεία της ύλης) και τα μαθηματικά (για στοιχεία ενός συνόλου). Γενικά, έχει συχνή χρήση τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. "El oxígeno es un elemento esencial para la vida."
  2. "Ο οξυγόνο είναι ένα ουσιώδες στοιχείο για τη ζωή."

  3. "Los elementos de la lista deben ser revisados."

  4. "Τα στοιχεία της λίστας πρέπει να ελεγχθούν."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη elemento χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. "Es un elemento clave en el éxito del proyecto."
  2. "Είναι ένα κλειδί στοιχείο στην επιτυχία του έργου."

  3. "Cada elemento tiene su importancia en el diseño."

  4. "Κάθε στοιχείο έχει τη σημασία του στο σχέδιο."

  5. "No todos los elementos son visibles a simple vista."

  6. "Όχι όλα τα στοιχεία είναι ορατά με γυμνό μάτι."

  7. "El elemento sorpresa es fundamental en esta estrategia."

  8. "Το στοιχείο της έκπληξης είναι θεμελιώδες σε αυτή τη στρατηγική."

  9. "Los elementos químicos se organizan en la tabla periódica."

  10. "Τα χημικά στοιχεία οργανώνονται στον περιοδικό πίνακα."

  11. "El valor de cada elemento depende de su contexto."

  12. "Η αξία κάθε στοιχείου εξαρτάται από το πλαίσιο του."

Ετυμολογία

Η λέξη προέρχεται από το λατινικό elementum, το οποίο σημαίνει "βασικό συστατικό" ή "στοιχείο".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Componente (συστατικό) - Parte (μέρος)

Αντώνυμα: - Totalidad (σύνολο) - Conjunto (σύνολο)



22-07-2024