Η λέξη "elementos" είναι ουσιαστικό στον πληθυντικό αριθμό.
/elemenˈtos/
Η λέξη "elementos" είναι ο πληθυντικός τύπος του ουσιαστικού "elemento", που σημαίνει "στοιχείο" ή "συστατικό". Χρησιμοποιείται στη γλώσσα των επιστημών για να αναφερθεί σε βασικά συστατικά, αλλά και σε πιο γενικές περιπτώσεις για οτιδήποτε συνιστά ένα σύνολο. Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά υψηλή και χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο στον προφορικό και γραπτό λόγο.
Τα στοιχεία της περιοδικής πινακίδας είναι θεμελιώδη για τη χημεία.
Para resolver este problema, necesitamos identificar todos los elementos implicados.
Η λέξη "elementos" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που δίνουν σημασία σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή σε χαρακτηριστικά.
Σε αυτό το έργο, τα βασικά στοιχεία είναι η συνεργασία και η καινοτομία.
Para entender la historia, es necesario tener en cuenta todos los elementos contextuales.
Για να κατανοήσουμε την ιστορία, είναι απαραίτητο να λάβουμε υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία.
Los elementos de la cultura se reflejan en la música y la danza.
Η λέξη "elementos" προέρχεται από το λατινικό "elementum", που σημαίνει "στοιχείο" ή "συστατικό". Έχει διατηρηθεί και σε άλλες γλώσσες που έχουν ρίζες στη λατινική γλώσσα.