Το "elevar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "elevar" χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /eleˈβaɾ/.
Οι κυριότερες μεταφράσεις του "elevar" στα Ελληνικά περιλαμβάνουν: - ανεβάζω - υψώνω - αυξάνω
Η λέξη "elevar" σημαίνει να ανεβάζεις κάτι, να το υψώνεις ή να το αυξάνεις. Χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή γλώσσα, τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό περιβάλλον. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή σε διάφορους τομείς, όπως η μαθηματική ανάλυση (όπου μπορεί να αναφέρεται στην αύξηση της αξίας), η νομική γλώσσα (για αναφορές σε αύξηση κυρώσεων ή ποινών), και στον γενικό λόγο.
Es necesario elevar la voz para ser escuchado.
(Είναι απαραίτητο να υψώσεις τη φωνή για να σε ακούσουν.)
Debemos elevar el nivel de la conversación.
(Πρέπει να ανεβάσουμε το επίπεδο της συζήτησης.)
El ingeniero presentó un proyecto para elevar la eficiencia del sistema.
(Ο μηχανικός παρουσίασε ένα έργο για να αυξήσει την απόδοση του συστήματος.)
Το "elevar" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Παρακάτω παρατίθενται μερικές:
Elevar la moral.
(Να ανεβάσουμε το ηθικό.)
Elevar las expectativas.
(Να αυξήσουμε τις προσδοκίες.)
Elevar el nivel.
(Να υψώσουμε το επίπεδο.)
Es importante elevar la autoestima.
(Είναι σημαντικό να αυξήσουμε την αυτοεκτίμηση.)
Elevar las voces en una discusión.
(Να υψώνουμε τις φωνές σε μια συζήτηση.)
Elevar la calidad de vida.
(Να αυξήσουμε την ποιότητα ζωής.)
Το "elevar" προέρχεται από το λατινικό "elevare", το οποίο σημαίνει "να υψώνω, να ανυψώνω". Η ρίζα του "levare" σημαίνει "να σηκώνω", και το πρόθεμα "e-" υποδηλώνει κίνηση από μέσα προς τα έξω, ακριβώς όπως στην έννοια της ανύψωσης.