Η λέξη "elipsis" (η σωστή ορθογραφία είναι "elipsis" στα Ισπανικά) είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "elipsis" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /eˈlip.sis/.
Η "elipsis" χρησιμοποιείται στη γλωσσολογία για να περιγράψει την παράλειψη μιας ή περισσότερων λέξεων σε μια πρόταση, που είναι ενδεικτικές και μη αναγκαίες για την κατανόηση του νοήματος. Αυτό μπορεί να συμβαίνει για λόγους συντομίας ή για να αποφευχθεί η επανάληψη.
La elipsis en la oración ayuda a no repetir palabras.
(Η ελλειψις στην πρόταση βοηθά στο να μην επαναλαμβάνονται οι λέξεις.)
Ella dijo que vendría, pero su elipsis creó confusión.
(Αυτή είπε ότι θα ερχόταν, αλλά η ελλειψις της δημιούργησε σύγχυση.)
Η "elipsis" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
No hay elipsis en su discurso, todo es claro y directo.
(Δεν υπάρχει ελλειψις στον λόγο του, όλα είναι σαφή και άμεσα.)
Usar la elipsis es una manera de estilizar el lenguaje.
(Η χρήση της ελλειψις είναι ένας τρόπος να στιλιζάρει κανείς τη γλώσσα.)
La elipsis en la literatura se usa para dar énfasis.
(Η ελλειψις στη λογοτεχνία χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση.)
Η λέξη "elipsis" προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "ἔλλειψις" (élleipsis), που σημαίνει "παράλειψη" ή "έλλειψη".