"Elocuente" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: [eloˈkwente]
Η λέξη "elocuente" χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν άνθρωπο που εκφράζεται με σαφήνεια και πειστικότητα, ή κάτι που είναι ικανό να εκφράσει ένα μήνυμα ή μια ιδέα με αποτελεσματικό και επιδραστικό τρόπο. Χρησιμοποιείται συχνά και στο γραπτό και στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται πιο συχνά σε γραπτές επιστολές, δημόσιες ομιλίες και λογοτεχνικά κείμενα.
Συχνότητα χρήσης: Χρήση προφορικά και γραπτά περίπου ισότιμη, αλλά με έμφαση σε στυλιστικά ή ρητορικά κείμενα.
Ο πολιτικός ήταν εύγλωττος στην ομιλία του για την κλιματική αλλαγή.
Su manera elocuente de hablar cautivó a todos los presentes.
Ο ευγλώττος τρόπος ομιλίας του κέρδισε όλους τους παριστάμενους.
La carta que escribió era elocuente y sincera.
Η λέξη "elocuente" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν ανθρώπους ή καταστάσεις που είναι εκφραστικοί ή έχουν ιδιαίτερη ρητορική ικανότητα.
Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ματιά που λέει περισσότερα από όσα μπορούν να εκφραστούν με λόγια.
"Elocuente en silencio."
Αναφέρεται σε κάποιον που μπορεί να εκφράσει πολλά χωρίς να χρειάζεται να μιλήσει.
"Un mensaje elocuente."
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα μήνυμα που μεταφέρει ισχυρά και σαφή νοήματα.
"Su elocuencia es su mejor arma."
Η λέξη "elocuente" προέρχεται από το λατινικό "eloquens", που σημαίνει "εκφραστικός" ή "ομιλητικός".
Συνώνυμα: - Expresivo (εκφραστικός) - Persuasivo (πειστικός) - Rhetórico (ρητορικός)
Αντώνυμα: - Inexpresivo (μη εκφραστικός) - Silencioso (σιωπηλός) - Taciturno (σιωπηλός)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη εικόνα της λέξης "elocuente" και της χρήσης της στην ισπανική γλώσσα.