Το "elogiar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /e.loˈxi.ar/
Το "elogiar" σημαίνει να εκφράζεις επαίνους ή να επαινείς κάποιον ή κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη διαδικασία του να λέει κάποιος θετικά πράγματα για τις ικανότητες, τις επιτυχίες ή τις αρετές κάποιου. Ενώ η χρήση του είναι συνήθως συχνή, ενδέχεται να χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο σε καθημερινές συζητήσεις, αλλά και σε γραπτό λόγο, όπως σε άρθρα ή κριτικές.
Es importante elogiar a las personas cuando hacen un buen trabajo.
(Είναι σημαντικό να επαινούμε τους ανθρώπους όταν κάνουν καλή δουλειά.)
Ella siempre elogia las cualidades de sus amigos.
(Αυτή πάντα εγκωμιάζει τις ποιότητες των φίλων της.)
El crítico elogió la nueva película por su originalidad.
(Ο κριτικός επαίνεσε την καινούργια ταινία για την οριγκινάλτητά της.)
Το "elogiar" μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε διάφορες idiomatic expressions στη γλώσσα των Ισπανικών:
Elogiar a alguien hasta el cielo.
(Να επαινείς κάποιον μέχρι τον ουρανό.)
Μετάφραση: Να τον επαινείτε με τρόπο που φτάνει σε υπερβολή.
Es fácil elogiar lo que no se tiene.
(Είναι εύκολο να επαινείς αυτό που δεν έχεις.)
Μετάφραση: Σημαίνει ότι είναι πιο απλό να εκθειάζεις κάτι που δεν έχεις ή δεν κατέχεις.
Elogiar sin parar.
(Να επαινείς ασταμάτητα.)
Μετάφραση: Να λες συνεχώς θετικά πράγματα, συνήθως με υπερβολικό τρόπο.
Το ρήμα "elogiar" προέρχεται από το λατινικό "elogiare", το οποίο σημαίνει "να αναφέρεις". Δείχνει την πράξη έκφρασης επιδοκιμασίας ή επαίνου για κάποιον ή κάτι.
Συνώνυμα: - alabar (επαινώ) - encomiar (εγκωμιάζω) - exaltar (υψώνω)
Αντώνυμα: - criticar (να επικρίνω) - despreciar (να περιφρονώ) - insultar (να προσβάλλω)