Verbo (ρήμα)
/eˈluðiɾ/
Η λέξη "eludir" σημαίνει να αποφύγεις ή να παρακάμψεις κάποιον ή κάτι, πιο συχνά σε νομικά ή ηθικά πλαίσια. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνή σε γραπτές νομικές ή επίσημες επικοινωνίες. Η χρήση της υποδηλώνει μία πρόθεση να αποφευχθούν ευθύνες ή συνέπειες.
El acusado intentó eludir la prisión mediante un recurso legal.
(Ο κατηγορούμενος προσπάθησε να αποφύγει τη φυλακή μέσω νομικού αντίκρουσης.)
Es importante no eludir nuestras responsabilidades.
(Είναι σημαντικό να μην αποφεύγουμε τις ευθύνες μας.)
El ingeniero pudo eludir el problema con una nueva solución.
(Ο μηχανικός μπόρεσε να παρακάμψει το πρόβλημα με μια νέα λύση.)
Η λέξη "eludir" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, που συχνά αναφέρονται στην αποφυγή ευθυνών ή προβλημάτων.
Eludir la ley.
(Αποφεύγω τον νόμο.)
No se puede eludir la realidad.
(Δεν μπορείς να αποφύγεις την πραγματικότητα.)
Siempre trata de eludir el conflicto.
(Πάντα προσπαθεί να αποφύγει τη σύγκρουση.)
Eludir las consecuencias de sus actos.
(Αποφεύγοντας τις συνέπειες των πράξεών του.)
Es fácil eludir las preguntas difíciles.
(Είναι εύκολο να παρακάμψεις τις δύσκολες ερωτήσεις.)
Η λέξη "eludir" προέρχεται από το λατινικό "eludere", που σημαίνει "να αποφύγεις" ή "να ξεφύγεις". Το "e-" δηλώνει απόσυρση και το "ludere" σημαίνει "να παίζεις".
Συνώνυμα: - esquivar (ξεφεύγω) - evitar (αποφεύγω) - eludir (αποφεύγω)
Αντώνυμα: - enfrentar (αντιμετωπίζω) - aceptar (αποδέχομαι) - cumplir (τηρώ)