Ρήμα
/embaˈlaɾ/
Η λέξη "embalar" στα ισπανικά σημαίνει "να συσκευάσω" ή "να πακετάρω" κάτι, συνήθως με σκοπό τη μεταφορά ή την αποθήκευση. Χρησιμοποιείται συχνά στο γενικό πλαίσιο, αλλά μπορεί να έχει αυξημένη συχνότητα χρήσης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως βάζοντας αντικείμενα σε κιβώτια ή σακούλες.
Η χρήση της λέξης "embalar" είναι πιο διαδεδομένη στον προφορικό λόγο, ειδικά σε καταστάσεις που σχετίζονται με μετακομίσεις ή διαχείριση αποστολών.
Voy a embalar todos mis libros antes de mudarme.
(Θα συσκευάσω όλα μου τα βιβλία πριν μετακομίσω.)
Es importante embalar bien los productos para que no se rompan.
(Είναι σημαντικό να συσκευάζεις καλά τα προϊόντα για να μην σπάσουν.)
¿Puedes ayudarme a embalar los regalos para la fiesta?
(Μπορείς να με βοηθήσεις να πακετάρω τα δώρα για το πάρτι;)
Η λέξη "embalar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη διαδικασία της συσκευασίας ή του σχεδιασμού.
Embalar las emociones.
(Συσκευάζω τα συναισθήματα.)
Αυτή η φράση μπορεί να αναφέρεται στο να κρατάει κάποιος τα συναισθήματά του κλειδωμένα ή να μην τα εκφράζει.
Embalar bien las ideas.
(Συσκευάζω καλά τις ιδέες.)
Υποδηλώνει την ανάγκη να παρουσιάσει κανείς μία ιδέα με σαφήνεια και δομή.
Embalar para el futuro.
(Συσκευάζω για το μέλλον.)
Αυτό αναφέρεται στη διαδικασία προετοιμασίας ή σχεδιασμού για μελλοντικά σχέδια.
No hay que embalar todo.
(Δεν χρειάζεται να συσκευάσουμε τα πάντα.)
Εννοεί ότι δεν είναι απαραίτητο να είμαστε προσεκτικοί με όλα, ίσως και σε αστεία συμφραζόμενα.
Η λέξη "embalar" προέρχεται από τη σύνθεση του προθέματος "en-" που δηλώνει είσοδο ή κατάσταση, και του ουσιαστικού "bala", που σημαίνει "πακέτο" ή "κιβώτιο". Έτσι, η λέξη έχει την έννοια της μεταφοράς ή τοποθέτησης σε μια συσκευασία.
Συνώνυμα: - empaquetar (πακετάρω) - envolver (τυλίγω)
Αντώνυμα: - desempaquetar (ξετυλίγω) - deshacer (ξεπακετάρω)