Embrazada είναι ουσιαστικό (θηλυκό).
/embarazaˈða/
Η λέξη embarazada σημαίνει "έγκυος" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια γυναίκα που περιμένει παιδί. Χρησιμοποιείται και στους δύο τομείς, γενικά και ιατρικά, και είναι κάποια από τις πιο συχνές λέξεις στην ισπανική γλώσσα όταν συζητούνται θέματα που σχετίζονται με την εγκυμοσύνη. Η χρήση της είναι πολύ κοινή και στο προφορικό και στο γραπτό κείμενο.
(Αυτή είναι έγκυος τριών μηνών.)
Mis amigos dijeron que están felices por su hermana, porque está embarazada.
(Οι φίλοι μου είπαν ότι είναι χαρούμενοι για την αδελφή τους, επειδή είναι έγκυος.)
Es importante llevar una dieta saludable durante el período en que estás embarazada.
Η λέξη embarazada δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες εκφράσεις για να δώσει έμφαση στην κατάσταση της εγκυμοσύνης.
(Να είσαι έγκυος και να μην το ξέρεις.)
Se siente muy bien porque está embarazada.
(Αισθάνεται πολύ καλά επειδή είναι έγκυος.)
Ella tiene que cuidar mucho su salud porque está embarazada.
Η λέξη «embarazada» προέρχεται από τη λατινική λέξη "inbarazare" που σημαίνει " να βάλω βάρος σε κάποια". Σημαίνε «να είμαι φορτωμένος» ή «να είμαι σε κατάσταση με φορτίο», όπου το φορτίο αναφέρεται σε ένα έμβρυο.
Συνώνυμα: - gestante (έγκυος)
Αντώνυμα: - no embarazada (όχι έγκυος)
Η λέξη embarazada είναι κρίσιμη για τη συζήτηση σχετικά με την εγκυμοσύνη στην ισπανική γλώσσα, και η κατανόηση της σημασίας της μαζί με την ικανότητά της να συμμετέχει σε διάφορες προτάσεις είναι σημαντική για την καλή επικοινωνία.