Embarazar είναι ρήμα.
[ɛm.ba.ɾaˈθar] (στην Ισπανική προφορά της Ισπανίας) ή [ɛm.ba.ɾaˈzaɾ] (στην Ισπανική προφορά της Λατινικής Αμερικής).
Η λέξη embarazar χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανών για να δηλώσει την κατάσταση κατά την οποία μία γυναίκα μένει έγκυος ή αν μία γυναίκα καθίσταται έγκυος. Συχνά χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο και κόβει τη γλώσσα στο γραπτό περιβάλλον, καθώς οι κουβέντες γύρω από την εγκυμοσύνη είναι συχνές και στο κοινωνικό πλαίσιο.
(Εκείνη έμεινε έγκυος μετά από μερικές διακοπές.)
Es importante hablar sobre cómo embarazar a una pareja.
(Είναι σημαντικό να μιλήσουμε για το πώς να κάνουμε έγκυο έναν σύντροφο.)
No estaba lista para embarazarme en ese momento.
Η λέξη embarazar δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όμως χρησιμοποιείται σε περιγραφές καταστάσεων γύρω από την εγκυμοσύνη ή την οικογενειακή ζωή. Ακολουθούν μερικές παραδειγματικές προτάσεις:
(Δεν ξέρεις πόσο κοστίζει να κάνεις μία γυναίκα έγκυο, ψυχολογικά μιλώντας.)
Embarazarse no es algo que se debe tomar a la ligera.
(Η εγκυμοσύνη δεν είναι κάτι που πρέπει να θεωρείται ελαφρά.)
Han pasado los años y nunca se embarazaron.
(Πέρασαν τα χρόνια και ποτέ δεν έμειναν έγκυοι.)
Algunos métodos ayudan a embarazar a las parejas que lo intentan.
Η λέξη embarazar προέρχεται από το Ισπανικό ρήμα embarazar, το οποίο έχει ρίζες στο λατινικό imbarazare, που σημαίνει "να καθιστάς σε κατάσταση δυσκολίας ή φαγητού". Στην ουσία, η λέξη σχετίζεται με την κατάσταση της εγκυμοσύνης.
Συνώνυμα: - Concepción (σύλληψη) - Gestación (κύηση)
Αντώνυμα: - Anticoncepción (αντισύλληψη) - Esterilidad (στειρότητα)