Embarcar είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [em.barˈkaɾ]
Η λέξη embarcar χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία επιβίβασης ή φόρτωσης σε ένα πλοίο, αεροπλάνο ή άλλο μέσο μεταφοράς. Στη γλώσσα των ισπανικών, η λέξη μπορεί να εμφανίζεται συχνά σε γραπτό ή προφορικό λόγο. Συνήθως χρησιμοποιείται σε ταξιδιωτικά, μεταφορικά ή στρατιωτικά συμφραζόμενα.
Θα επιβιβαστώ στο αεροπλάνο στις δύο.
Los soldados deben embarcar rápidamente en el ferry.
Η λέξη embarcar χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Είμαι αποφασισμένος να αναλάβω αυτό το νέο έργο.
Embarcarse en una aventura
Θέλω να αναλάβω μια συναρπαστική περιπέτεια αυτό το καλοκαίρι.
Embarcar con las ilusiones
Η λέξη embarcar προέρχεται από το γαλλικό “embarquer”, το οποίο είναι σύνθετο της πρόθεσης “en-” που σημαίνει "μέσα σε" και του "barque" που σημαίνει "σκάφος".
Συνώνυμα: - Cargar (φορτώνω) - Acomodar (τοποθετώ)
Αντώνυμα: - Desembarcar (αποβιβάζω) - Descargar (ξεφορτώνω)