Το "embarcarse" είναι ρήμα.
/ph.ɛm.bɑ́ɾ.kɑɾ.se/
Η λέξη "embarcarse" σημαίνει την πράξη του να επιβιβαστείς σε ένα μέσο μεταφοράς, όπως ένα πλοίο ή αεροπλάνο. Χρησιμοποιείται συνήθως σε συμφράσεις που σχετίζονται με ταξίδια ή μεταφορές. Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στον γραπτό. Υπάρχει μια μέτρια συχνότητα χρήσης, με περισσότερους ανθρώπους να την χρησιμοποιούν σε καθημερινές και ταξιδιωτικές συναλλαγές.
Voy a embarcarme en el vuelo a Madrid.
(Θα επιβιβαστώ στην πτήση για τη Μαδρίτη.)
Es importante embarcarse a tiempo para no perder el barco.
(Είναι σημαντικό να επιβιβαστείς στην ώρα σου για να μην χάσεις το πλοίο.)
Η λέξη "embarcarse" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Embarcarse en una aventura.
(Να επιβιβαστείς σε μια περιπέτεια.)
Σημαίνει να αναλάβεις ή να ξεκινήσεις μια καινούργια εμπειρία, συχνά με μια δόση ρίσκου.
Embarcarse en un proyecto.
(Να επιβιβαστείς σε ένα έργο.)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος αρχίζει να εργάζεται σε μια νέα πρωτοβουλία ή επιχείρηση.
No puedo embarcarme en esta decisión sin pensarlo bien.
(Δεν μπορώ να επιβιβαστώ σε αυτή την απόφαση χωρίς να το σκεφτώ καλά.)
Σημαίνει ότι κάποιος δεν μπορεί ή δεν θέλει να αναλάβει την ευθύνη για μια απόφαση χωρίς προσοχή.
Η λέξη "embarcarse" προέρχεται από την ισπανική λέξη "embarcación", που σημαίνει "πλοίο" και έχει τις ρίζες της στη λατινική λέξη "imbarcare". Το πρόθεμα "em-" υποδηλώνει την έννοια της κίνησης προς τα μέσα.
Συνώνυμα: - Subir (ανεβαίνω) - Incorporarse (εγκρίνομαι)
Αντώνυμα: - Desembarcarse (αποβιβάζομαι) - Bajar (κατεβαίνω)