Ρήμα
/emaɾˈɣaɾ/
Η λέξη "embargar" σημαίνει γενικά την πράξη της κατάσχεσης ή της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων, συχνά με νομική διαδικασία. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα του δικαίου και των οικονομικών.
Η λέξη "embargar" έχει συχνά νομικές και οικονομικές εφαρμογές και χρησιμοποιείται συχνά σε αυτούς τους τομείς. Είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο.
Ο δικαστής αποφάσισε να κατασχέσει τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη.
La familia tuvo que embargar su casa para pagar las deudas.
Η οικογένεια αναγκάστηκε να κατασχέσει το σπίτι της για να πληρώσει τα χρέη.
Es posible embargar las cuentas bancarias si no se cumple con el pago.
Αυτή η απόφαση μπορεί να καταστρέψει το μέλλον του.
Embargar un amor.
Ο φόβος μπορεί να καταστρέψει μια αληθινή αγάπη.
Embargar la felicidad.
Μερικές φορές, τα προβλήματα μπορούν να καταστρέψουν την ευτυχία ενός ατόμου.
No embargar la paz.
Η λέξη "embargar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "imbarcare", που σημαίνει "φορτώνω σε ένα πλοίο", προτού εξελιχθεί στη σύγχρονη χρήση της σε νομικές και οικονομικές περιπτώσεις.
Συνώνυμα: - afectar - retener - confiscación
Αντώνυμα: - liberar - devolver - deshacer