Ρήμα
/embau̟ˈkaɾ/
Η λέξη "embaucar" σημαίνει να εξαπατώ ή να ξεγελώ κάποιον με σκοπό να τον χειραγωγήσω ή να τον πλανέψω. Συνήθως χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου κάποιος προσπαθεί να πείσει άλλους να πιστέψουν σε κάτι που δεν είναι αλήθεια ή να τους παραπλανήσει για να αποκομίσει κάποιο όφελος. Είναι μια λέξη που δεν χρησιμοποιείται πολύ στον προφορικό λόγο και εμφανίζεται συχνά σε γραπτούς κειμένου.
Ο πωλητής προσπάθησε να εξαπατήσει τους πελάτες με ψεύτικες υποσχέσεις.
No dejes que te embauquen con historias increíbles.
Μην αφήσεις να σε ξεγελάσουν με απίστευτες ιστορίες.
La estafa fue tan grande que poca gente se dio cuenta de que habían sido embaucados.
Η λέξη "embaucar" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που να την περιλαμβάνουν, ωστόσο υπάρχουν μερικές χρήσεις της στον καθημερινό λόγο.
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι με έχουν ξεγελάσει τόσο εύκολα.
Siempre hay alguien que intenta embaucar a los incautos.
Πάντα υπάρχει κάποιος που προσπαθεί να εξαπατήσει τους αφελείς.
Me siento estúpido por haberme dejado embaucar.
Νιώθω ηλίθιος που άφησα τον εαυτό μου να ξεγελαστεί.
Debemos ser cautelosos para no caer en las trampas de quienes embaucan a los demás.
Η λέξη "embaucar" προέρχεται από την παλιά γαλλική λέξη "embauquer", που σημαίνει "να πλανεύω" ή "να παρασύρω", και συνδέεται με την έννοια της εξαπάτησης ή της πλάνης.
Συνώνυμα: - Engañar - Estafar - Deslumbrar
Αντώνυμα: - Verdad - Aclarar - Desilusionar