Το "embelesado" είναι επίθετο.
[embeleˈsaðo]
Η λέξη "embelesado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι βαθιά γοητευμένος ή μαγεμένος από κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά για να υποδηλώσει μια έντονη αίσθηση θαυμασμού ή ενθουσιασμού. Υπάρχει μια σταθερή χρήση τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να συναντήσουμε περισσότερες προφορικές εκφράσεις που τη χρησιμοποιούν λόγω της συναισθηματικής της έννοιας.
Él estaba embelesado con la belleza de la naturaleza.
(Ήταν μαγεμένος από την ομορφιά της φύσης.)
Los niños estaban embelesados escuchando la historia del abuelo.
(Τα παιδιά ήταν γοητευμένα ακούγοντας την ιστορία του παππού.)
Estuve embelesado por horas viendo esa película.
(Ήμουν μαγεμένος για ώρες βλέποντας αυτή την ταινία.)
Η λέξη "embelesado" δεν είναι ενταγμένη σε πολλές ιδιωματικές φράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προτάσεις που εκφράζουν έντεχνα συναισθήματα:
Ejemplo: Ella está embelesada por su nuevo compañero de trabajo.
(Εκείνη είναι μαγεμένη από τον νέο της συνεργάτη.)
Quedarse embelesado con una obra de arte.
(Να μείνεις γοητευμένος από ένα έργο τέχνης.)
Ejemplo: Todos se quedaron embelesados con la pintura del museo.
(Όλοι μείνανε γοητευμένοι με τον πίνακα του μουσείου.)
Embelesado hasta los huesos.
(Μαγεμένος μέχρι το μεδούλι.)
Η λέξη "embelesado" προέρχεται από το ρήμα "embelesar", το οποίο σημαίνει να μαγεύεις ή να γοητεύεις, και αυτό πηγάζει από το λατινικό "inbalizare".
Συνώνυμα:
- Fascinado (μαγεμένος)
- Cautivado (γοητευμένος)
- Encantado (ευχαριστημένος)
Αντώνυμα:
- Desinteresado (αδιάφορος)
- Indiferente (αδιάφορος)
- Repelido (απεχθάνεται)