Το "embelesar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "embelesar" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /embe.leˈsaɾ/
Η λέξη "embelesar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ενέργεια του να μαγεύεις ή να γοητεύεις κάποιον, συνήθως σε ένα συναισθηματικό ή αισθητικό πλαίσιο. Συνήθως, η λέξη χρησιμοποιείται σε γραπτό κείμενο, αλλά εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο.
Συχνότητα χρήσης: Η χρήση του "embelesar" είναι σχετικά κοινή, κυρίως σε λογοτεχνικά κείμενα και ρομαντικές συζητήσεις.
Los ojos de la niña embelesaron a todos los presentes.
(Τα μάτια της κοπέλας μάγεψαν όλους τους παριστάμενους.)
La música embelesa el alma y la transporta a otros mundos.
(Η μουσική γοητεύει την ψυχή και την μεταφέρει σε άλλους κόσμους.)
Su sonrisa embelesa a cualquiera que la vea.
(Το χαμόγελό της γοητεύει ολόκληρο τον κόσμο που την βλέπει.)
Η λέξη "embelesar" δεν είναι πολύ συχνά χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά εμφανίζεται σε ορισμένα συμφραζόμενα:
Estar embelesado con algo.
(Να είσαι μαγεμένος με κάτι.)
Por ejemplo: Estoy embelesado con la belleza de la naturaleza.
(Για παράδειγμα: Είμαι μαγεμένος από την ομορφιά της φύσης.)
Embelesar el corazón.
(Να μαγεύεις την καρδιά.)
Por ejemplo: Su poesía embelesa el corazón de los lectores.
(Για παράδειγμα: Η ποίησή του μαγεύει την καρδιά των αναγνωστών.)
Embelesar la mente.
(Να γοητεύεις το μυαλό.)
Por ejemplo: Un buen libro puede embelesar la mente durante horas.
(Για παράδειγμα: Ένα καλό βιβλίο μπορεί να γοητεύσει το μυαλό για ώρες.)
Το "embelesar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "belelassare," η οποία σημαίνει "να γοητεύω" ή "να μαγεύω." Είναι πιθανό ότι η ελληνική λέξη "πέλωρος" έχει επίσης ρίζες σε αυτές τις λέξεις.
Συνώνυμα: - cautivar (γοητεύω) - encantar (μαγεύω) - atrapar (παγιδεύω)
Αντώνυμα: - desilusionar (να απογοητεύω) - desengañar (να απομυθοποιώ) - aburrir (να βαριέμαι)