Μέρος του λόγου: Ρήμα
Φωνητική μεταγραφή: emblankeθeɾse
Χρήση στα Ισπανικά: Το ρήμα "emblanquecerse" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να περιγράψει την ενέργεια του να κάνει κάποιος λευκαίνει, να παίρνει χρώμα λευκό. Χρησιμοποιείται είτε στον προφορικό λόγο είτε στο γραπτό πλαίσιο.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. Me emblanquezco cada verano debido al sol. (Κάθε καλοκαίρι λευκαίνω λόγω του ήλιου.) 2. Después de la boda, su vestido se emblanqueció al lavarlo varias veces. (Μετά τον γάμο, το φόρεμά της έγινε λευκό αφού το έπλυνε πολλές φορές.)
Ετυμολογία: Το ρήμα "emblanquecerse" προέρχεται από τον σύνθετο όρο "blanco" που σημαίνει "λευκό" στα Ισπανικά.
Συνώνυμα: blanquear, aclararse
Αντώνυμα: ennegrecerse, oscurecerse