Ελληνικά: ουσιαστικό
Ισπανικά: sustantivo
Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο: /emˈbo.lja/
Η "embolia" αναφέρεται σε μια ιατρική κατάσταση όπου ένα αιμοφόρο αγγείο μπλοκάρεται από μια θρόισμα ή έναν άλλο τύπο σωματιδίου (όπως αέρας ή λίπος), που μπορεί να προκαλέσει σοβαρές παθολογικές καταστάσεις. Στα Ισπανικά, χρησιμοποιείται κυρίως στον ιατρικό τομέα και είναι μια αρκετά συχνή λέξη, κυρίως σε γραπτό λόγο, όπως ιατρικές αναφορές ή άρθρα.
La embolia pulmonar es una condición médica grave.
Μετάφραση: Η εμβολή του πνεύμονα είναι μια σοβαρή ιατρική κατάσταση.
La rápida identificación de una embolia puede salvar vidas.
Μετάφραση: Η γρήγορη αναγνώριση μιας εμβολής μπορεί να σώσει ζωές.
Η λέξη "embolia" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εξεταστεί σε πιο τεχνικές ή ιατρικές καταστάσεις.
Cuando hay un riesgo de embolia, es fundamental actuar rápidamente.
Μετάφραση: Όταν υπάρχει κίνδυνος εμβολής, είναι θεμελιώδες να δράσετε γρήγορα.
La prevención de la embolia se basa en el control de factores de riesgo.
Μετάφραση: Η πρόληψη της εμβολής βασίζεται στη διαχείριση παραγόντων κινδύνου.
Η λέξη "embolia" προέρχεται από την ελληνική λέξη "ἐμπολία", που σημαίνει "το φράξιμο", προσαρμοσμένη στη Λατινική και αργότερα στην Ισπανική γλώσσα.
Συνώνυμα:
- θρόισμα (trombo)
- φράγμα (bloqueo)
Αντώνυμα:
- διάνοιξη (apertura)
- ροή (flujo)