Ρήμα
/embeˈraɾse/
Το ρήμα "emborracharse" σημαίνει να γίνεται κάποιος μεθυσμένος ή να πίνει πολύ αλκοόλ. Χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή γλώσσα και είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο σε κοινωνικές περιστάσεις που σχετίζονται με την κατανάλωση αλκοόλ. Η χρήση του είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο παρά στο γραπτό, καθώς οι συζητήσεις γύρω από τη διασκέδαση και την κατανάλωση αλκοόλ συνήθως συμβαίνουν προφορικά.
Él se embriaga con facilidad en las fiestas.
(Αυτός μεθάει εύκολα στα πάρτι.)
Preferimos no emborracharnos para poder conducir a casa.
(Προτιμάμε να μην μεθυστούμε για να μπορέσουμε να οδηγήσουμε σπίτι.)
Ellos se emborracharon y no recuerdan lo que pasó anoche.
(Αυτοί μεθάχτηκαν και δεν θυμούνται τι έγινε χθες το βράδυ.)
Η λέξη "emborracharse" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται στην κατανάλωση αλκοόλ:
No hay que emborracharse si no se quiere tener resaca.
(Δεν πρέπει να μεθάς αν δεν θέλεις να έχεις καούρα.)
A veces emborracharse es el mejor remedio para olvidar.
(Κάποιες φορές, το να μέθεις είναι η καλύτερη θεραπεία για να ξεχάσεις.)
Si sigues emborrachándote, vas a acabar en problemas.
(Αν συνεχίσεις να μεθάς, θα καταλήξεις σε προβλήματα.)
Se emborracha siempre que va a un bar con sus amigos.
(Μεθάει πάντα όταν πάει σε ένα μπαρ με τους φίλους του.)
No te emborraches antes de la reunión.
(Μην μεθάς πριν τη συνάντηση.)
Η λέξη "emborracharse" προέρχεται από το ουσιαστικό "borracho," που σημαίνει "μεθυσμένος", το οποίο έχει τις ρίζες του στη λατινική λέξη "burra," που σημαίνει "πότης" ή "αλκοόλ". Το πρόθεμα "em-" υποδηλώνει διαδικασία.
Συνώνυμα: - embriagarse - intoxicar
Αντώνυμα: - sobrio (νηφάλιος) - desintoxicarse (να αποτοξινωθεί)