Το "emborronar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "emborronar" με τη χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: [embrora'nar].
Η λέξη "emborronar" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - αμαυρώνω - μουντζουρώνω - διαγράφω
Το "emborronar" σημαίνει να δημιουργήσεις λεκέδες ή να αμαυρώσεις κάτι, είτε κυριολεκτικά, όπως όταν κάποιος μουντζουρώσει ένα έγγραφο, είτε μεταφορικά, όπως στην περίπτωση που αμαυρώνει την εικόνα ή τη φήμη κάποιου. Χρησιμοποιείται συχνά και στην καθημερινή γλώσσα, με συχνότητα στη γραπτή μορφή, αλλά και στον προφορικό λόγο.
El niño emborró el dibujo con su marcador.
(Το παιδί μούντζουρε το σχέδιο με τον μαρκαδόρο.)
No quiero emborronar mi reputación por un error.
(Δεν θέλω να αμαυρώσω τη φήμη μου για ένα λάθος.)
Ella siempre emborrona sus notas cuando está nerviosa.
(Αυτή πάντα μουντζουρώνει τις σημειώσεις της όταν είναι νευρική.)
Το "emborronar" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
A veces, los comentarios negativos pueden emborronar el panorama de cualquier situación.
(Κάποιες φορές, τα αρνητικά σχόλια μπορούν να αμαυρώσουν την κατάσταση οποιασδήποτε κατάστασης.)
"No dejarse emborronar"
(Να μην αφήνω τον εαυτό μου να αμαυρώνεται)
Debes aprender a no dejarte emborronar por lo que digan los demás.
(Πρέπει να μάθεις να μην αφήνεις τον εαυτό σου να αμαυρώνεται από όσα λένε οι άλλοι.)
"Emborrar la imagen"
(Αμαυρώνω την εικόνα)
Η λέξη "emborronar" προέρχεται από το "borra," που σημαίνει "πρωτότυπος λεκές" ή "χωρίς καθαρή μορφή". Το "em-" είναι ένα πρόθεμα που υποδηλώνει τη διαδικασία ή την κατεύθυνση, ενώ "borron" αναφέρεται σε ένα λεκέ ή το χάσμα.
Συνώνυμα: - manchar (λερώνω) - empañar (θολώνω)
Αντώνυμα: - limpiar (καθαρίζω) - aclarar (διασαφηνίζω)
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "emborronar" στη γλώσσα Ισπανικά.