embotellamiento (ουσιαστικό)
/emboteʎaˈmiento/
Το embotellamiento αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου μια ομάδα οχημάτων είναι σταματημένη ή κινείται πολύ αργά στο δρόμο, συχνά λόγω μεγάλου αριθμού οχημάτων. Χρησιμοποιείται κυρίως στο πεδίο της κυκλοφορίας και είναι πιο συχνό στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε κείμενα που αφορούν τη συγκοινωνία ή την αστική ανάπτυξη.
Hay un embotellamiento en la autopista que va a la ciudad.
Υπάρχει μποτιλιάρισμα στον αυτοκινητόδρομο που πηγαίνει στην πόλη.
El embotellamiento provocó que llegara tarde a la reunión.
Το μποτιλιάρισμα προκάλεσε να φτάσω αργά στη συνάντηση.
Durante las horas pico, el embotellamiento es inevitable.
Κατά τις ώρες αιχμής, το μποτιλιάρισμα είναι αναπόφευκτο.
Estar atrapado en un embotellamiento.
Να είσαι παγιδευμένος σε μποτιλιάρισμα.
Πολλοί οδηγείτες ανησυχούν όταν están atrapados en un embotellamiento por horas.
(Πολλοί οδηγοί ανησυχούν όταν είναι παγιδευμένοι σε μποτιλιάρισμα για ώρες.)
Sufrir un embotellamiento.
Να υποστείς μποτιλιάρισμα.
Para llegar a tiempo al trabajo, es importante no sufrir un embotellamiento en el camino.
(Για να φτάσεις εγκαίρως στη δουλειά, είναι σημαντικό να μην υποστείς μποτιλιάρισμα στον δρόμο.)
Evitar el embotellamiento.
Να αποφεύγεις το μποτιλιάρισμα.
Siempre trato de salir temprano para evitar el embotellamiento.
(Πάντα προσπαθώ να φεύγω νωρίς για να αποφύγω το μποτιλιάρισμα.)
Η λέξη embotellamiento προέρχεται από το ρήμα embotellar, που σημαίνει να βάλεις σε μπουκάλι, με την προσθήκη του επιθηματικού -miento, το οποίο χρησιμοποιείται για να σχηματίσει ουσιαστικά που δηλώνουν δράση ή κατάσταση.
Συνώνυμα: - congestión (συμφόρηση) - trancón (πάγωμα κυκλοφορίας)
Αντώνυμα: - fluidez (ροή) - despeje (καθαρισμός)
Αυτή είναι η ανάλυση για τη λέξη embotellamiento στα Ισπανικά.