Το "embriagar" είναι ρήμα.
Фωνητική μεταγραφή: /em.bɾi.aˈɣaɾ/
Η λέξη "embriagar" στα Ισπανικά σημαίνει κυρίως το να μεθάς ή να προκαλείς κάποιον να μεθύσει. Χρησιμοποιείται συχνά σε καταστάσεις που σχετίζονται με τη κατανάλωση αλκοόλ. Η χρήση του είναι πιο συχνή σε προφορικό λόγο, αν και απαντάται και σε γραπτά κείμενα.
Το κρασί μπορεί να μεθάει οποιοδήποτε.
Decidí no embriagarme en la fiesta.
Αποφάσισα να μην μεθώ στο πάρτι.
La bebida fuerte puede embriagar rápidamente.
Η λέξη "embriagar" εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις:
Όταν κέρδισε το πρωτάθλημα, μεθύθηκε από χαρά.
Embriagarse en la vida - να ζεις έντονα.
Αυτή πάντα λέει ότι είναι καλύτερα να ζεις έντονα παρά να αφήνεις τη ζωή να περνά.
No embriagarse con el éxito - μην μεθάς από την επιτυχία.
Η λέξη "embriagar" προέρχεται από το λατινικό "imber" που σημαίνει "βροχή" ή "πολύ νερό", υπονοώντας μια κατάσταση υπερβολής ή κατάχρησης.