Η λέξη embriaguez είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης στα διεθνή φωνητικά αλφάβητο (IPA) είναι: /em.bɾi.aˈɣeθ/
Η λέξη embriaguez μεταφράζεται στα ελληνικά ως: - μέθη - αλκοολισμός (σε κάποιο πλαίσιο)
Η λέξη embriaguez αναφέρεται στην κατάσταση της μέθης ή της υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των νόμων για να αναφέρεται σε καταστάσεις όπου ένα άτομο είναι επηρεασμένο από αλκοόλ, ειδικά σε νομικά πλαίσια όπως η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ.
Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, ιδίως σε νομικά έγγραφα και ακαδημαϊκά κείμενα.
Η μέθη είναι ένας συχνός παράγοντας σε πολλά τροχαία ατυχήματα.
La embriaguez prolongada puede llevar a problemas de salud graves.
Η παρατεταμένη μέθη μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα υγείας.
La ley establece sanciones duras para la conducción en estado de embriaguez.
Η λέξη embriaguez χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά, όπως:
(Σημαίνει να επανέλθεις σε κατάσταση συνείδησης μετά από μέθη.)
Embriaguez colectiva
(Αναφέρεται στην κατάσταση όπου μια ομάδα ανθρώπων μεθάει ταυτόχρονα.)
Causar embriaguez
Η λέξη embriaguez προέρχεται από το λατινικό "inebriagĕtus", που σημαίνει "να είναι μεθυσμένος" ή "λαμβάνοντας αλκοόλ".
Συνώνυμα: - borrachera - embriaguez
Αντώνυμα: - sobriedad (νηφαλιότητα) - claridad (σαφήνεια)
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν διάφορες πτυχές της λέξης embriaguez και της χρήσης της στη γλώσσα των Ισπανικών.