Η λέξη "embrujo" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "embrujo" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: [embruxo].
Η λέξη "embrujo" αναφέρεται σε μια κατάσταση ή αφήγηση που περιλαμβάνει μαγεία, μάγια ή ξόρκια. Στη γλώσσα των Ισπανών χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάτι που έχει μυστηριώδη ή μαγευτική ποιότητα. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή, αν και τείνει να εμφανίζεται περισσότερο σε λογοτεχνικά και γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Η μαγεία του τοπίου με άφησε χωρίς λόγια.
La historia del embrujo estaba llena de misterios.
Η ιστορία του ξορκιού ήταν γεμάτη μυστήρια.
Siente el embrujo de la música en cada nota.
Η λέξη "embrujo" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Αυτό σημαίνει να έχεις έντονη γοητεία ή έλξη για κάποιον.
Romper el embrujo.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την απομάκρυνση ενός ψεύτικου ή μαγικού αισθήματος.
Vivir en un embrujo.
Δείχνει ότι κάποιος είναι σε κατάσταση ονειροπόλησης ή αποκοπής από την πραγματικότητα.
El embrujo de la noche.
Η λέξη "embrujo" προέρχεται από το λατινικό "inbrucium", το οποίο σχετίζεται με την έννοια μάγια και ξόρκια. Η έννοιά της έχει εξελιχθεί μέσα στο χρόνο, διατηρώντας πάντα τη σύνδεση με την μαγεία και το μυστήριο.
Συνώνυμα: - hechizo (ξόρκι) - magia (μαγεία) - sortilegio (μάγια)
Αντώνυμα: - realidad (πραγματικότητα) - razón (λογική) - desilusión (απογοήτευση)