Embrutecer είναι ρήμα.
/embɾuˈteseɾ/
Η λέξη embrutecer χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει τη διαδικασία κατά την οποία κάποιος ή κάτι χάνει τη νοημοσύνη του, την ευαισθησία του, ή γίνεται πιο άγριο και βίαιο. Χρησιμοποιείται κυρίως σε κοινωνιολογικά ή ψυχολογικά συμφραζόμενα, και μπορεί να αναφέρεται σε αρνητικές επιπτώσεις της εκπαίδευσης, του περιβάλλοντος ή της τροφής που επιδρούν στην ανθρώπινη συμπεριφορά.
Η χρήση της λέξης εμφανίζεται συχνά και στους δύο τύπους λόγου, αλλά μπορεί να είναι πιο κοινή σε γραπτά κείμενα που εξετάζουν κοινωνικά ζητήματα.
"Η συνεχής κακομεταχείριση της τεχνολογίας μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τους νέους."
"La falta de educación puede embrutecer a una sociedad entera."
"Η έλλειψη εκπαίδευσης μπορεί να επηρεάσει αρνητικά ολόκληρη την κοινωνία."
"Las experiencias negativas pueden embrutecer el alma de una persona."
Η λέξη embrutecer δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε προτάσεις που αποτυπώνουν την έννοια της πτώσης της ηθικής ή της ευφυΐας.
"Το άγχος και η καθημερινή ρουτίνα μπορεί να κάνουν το μυαλό σου λιγότερο οξύ."
"Algunas películas pueden embrutecer a los espectadores con su violencia."
"Ορισμένες ταινίες μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τους θεατές με τη βία τους."
"Es fácil embrutecerse en un ambiente tóxico."
"Είναι εύκολο να επηρεαστείς αρνητικά σε ένα τοξικό περιβάλλον."
"La indiferencia puede embrutecer las relaciones humanas."
Το embrutecer προέρχεται από το γαλλικό abruiter, που σημαίνει "να κάνω κάποιον βάρβαρο". Η ρίζα της λέξης περιλαμβάνει τον όρο "bruto" (βάρβαρος, ασυνείδητος), που χρησιμοποιείται ευρέως για να αναφερθεί σε ανθρώπους που είναι δύστροποι ή αγενείς.
Συνώνυμα: - embotar (να θολώσει) - degradar (να υποβαθμίσει)
Αντώνυμα: - educar (να εκπαιδεύσει) - iluminar (να φωτίσει)