Μέρος του λόγου: ουσιαστικό
Φωνητική μεταγραφή: embuʎaˈmjento
Χρήση στα Ισπανικά: Η λέξη "embullamiento" χρησιμοποιείται σπάνια στα Ισπανικά, είναι πιο πιθανό να συναντηθεί στον προφορικό παρά στον γραπτό λόγο.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. Su embullamiento causó problemas en el trabajo. (Το νεύρο του προκάλεσε προβλήματα στη δουλειά.) 2. La tensión provocó un embullamiento en la reunión. (Η ένταση προκάλεσε ένταση στη συνάντηση.)
Ετυμολογία: Η λέξη "embullamiento" προέρχεται από το ρήμα "embullar", που σημαίνει "νευριάζω" ή "τρελαίνω".
Συνώνυμα και Αντώνυμα: - Συνώνυμα: agitación, nerviosismo, excitación - Αντώνυμα: calma, tranquilidad, serenidad