eminente - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

eminente (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/emiˈnente/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "eminente" στην ισπανική γλώσσα χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που είναι εξέχον, σπουδαίο ή διακεκριμένο. Συνήθως αναφέρεται σε άτομα που έχουν επιτευχθεί σημαντικά στην καριέρα ή στον τομέα τους, όπως οι επιστήμονες, καλλιτέχνες ή πολιτικοί. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο, αν και σε πιο επίσημα ή ακαδημαϊκά πλαίσια είναι πιο συνηθισμένη.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El profesor García es un eminente científico en su campo.
  2. Ο καθηγητής Γκαρσία είναι ένας εξέχων επιστήμονας στον τομέα του.

  3. Sus contribuciones a la literatura lo han convertido en un escritor eminente.

  4. Οι συνεισφορές του στη λογοτεχνία τον έχουν μετατρέψει σε έναν εξέχοντα συγγραφέα.

  5. La reunión contará con la presencia de eminentes expertos internacionales.

  6. Η συνάντηση θα περιλαμβάνει την παρουσία εξέχων διεθνών εμπειρογνωμόνων.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη «eminente» μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές:

  1. Ser una figura eminente en la sociedad.
  2. Να είσαι μια εξέχουσα φιγούρα στην κοινωνία.

  3. Un eminente líder en tiempos de crisis.

  4. Ένας εξέχων ηγέτης σε καιρούς κρίσης.

  5. Conocido por ser un eminente defensor de los derechos humanos.

  6. Γνωστός για το ότι είναι ένας εξέχων υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

  7. Es un eminente jurista que ha escrito muchos libros sobre derecho.

  8. Είναι ένας εξέχων νομικός που έχει γράψει πολλά βιβλία για το δίκαιο.

  9. Logró convertirse en un eminente académico gracias a su arduo trabajo.

  10. Κατάφερε να γίνει ένας εξέχων ακαδημαϊκός χάρη στη σκληρή δουλειά του.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "eminente" προέρχεται από το λατινικό "eminens", το οποίο σημαίνει "υψωμένος" ή "εξέχων".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Distinguido (διεκριμένος) - Notable (σημαντικός) - Relumbrante (λαμπρός)

Αντώνυμα: - Común (κοινός) - Insignificante (ασήμαντος) - Mediocre (μέτριος)



23-07-2024