Η λέξη "eminentemente" είναι επι副διοριστική.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /emi.nen.teˈmen.te/
Η λέξη "eminentemente" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να δηλώσει κάτι που είναι εξαιρετικά ή κυρίως σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Χρησιμοποιείται συχνά και στις δύο γλώσσες, αλλά τείνει να είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, ειδικά σε επιστημονικά ή ακαδημαϊκά κείμενα.
Το έργο αυτού του συγγραφέα είναι εξέχοντα λογοτεχνικό.
Los problemas económicos son eminentemente políticos.
Τα οικονομικά προβλήματα είναι κυρίως πολιτικά.
La calidad del producto es eminentemente superior a la competencia.
Η λέξη "eminentemente" δεν εμφανίζεται συχνά σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προτάσεις που υποδηλώνουν την υπεροχή ή την κυριαρχία ενός χαρακτηριστικού ή μιας κατάστασης.
Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή για την ανάπτυξη.
Su trabajo es eminentemente reconocido en el campo de la ciencia.
Η εργασία του είναι κυρίως αναγνωρίσιμη στο πεδίο της επιστήμης.
Este tipo de música es eminentemente emocional.
Η λέξη "eminentemente" προέρχεται από το λατινικό "eminentem", που σημαίνει "εξαιρετικός" ή "εξέχων".
Συνώνυμα: - Fundamentalmente - Principalmente - Prioritariamente
Αντώνυμα: - Secundariamente - Levemente - Insignificativamente