Το "emocionarse" είναι ρήμα (verb) στα Ισπανικά.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /emoθjoˈnaɾse/
Η λέξη "emocionarse" χρησιμοποιείται για να εκφράσει τη συναισθηματική αντίδραση ενός ατόμου, συνήθως θετική ή έντονη, σε κάποιο γεγονός ή κατάσταση. Μπορεί να αναφέρεται σε συναισθήματα όπως η χαρά, η λύπη, η ενθουσιασμός ή ακόμα και η συγκίνηση. Στα Ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στις προφορικές και γραπτές επικοινωνίες, αν και είναι πιο κοινή σε προφορικό λόγο λόγω της προσωπικής φύσης των συναισθημάτων που εκφράζει.
Me emocioné mucho al ver a mi hijo graduarse.
(Συγκινήθηκα πολύ βλέποντας τον γιο μου να αποφοιτά.)
Ella siempre se emociona cuando escucha esa canción.
(Αυτή συγκινείται πάντα όταν ακούει αυτό το τραγούδι.)
Nos emocionamos al ver las fotos de nuestro viaje.
(Συγκινηθήκαμε βλέποντας τις φωτογραφίες του ταξιδιού μας.)
Η λέξη "emocionarse" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Αυτό σημαίνει ότι κάποιος είναι τόσο γεμάτος συναισθήματα που φτάνει σε σημείο να δακρύσει.
Emocionarse de alegría.
(Συγκινώμαι από χαρά.)
Χρησιμοποιείται όταν το συναίσθημα είναι ευχάριστο και έντονο.
Emocionarse por un recuerdo.
(Συγκινώμαι λόγω μιας ανάμνησης.)
Αναφέρεται στο συναίσθημα που προκαλείται από την επιστροφή σε ευχάριστες αναμνήσεις.
No me puedo emocionar tanto.
(Δεν μπορώ να συγκινηθώ τόσο πολύ.)
Η λέξη "emocionarse" προέρχεται από το ουσιαστικό "emoción" που σημαίνει «συναίσθημα» και το πρόθεμα "en-", το οποίο υποδηλώνει εμβάθυνση ή δραστηριότητα. Σημειώνεται ότι το "emocionar" είναι η αμετάβατη μορφή του ρήματος.
Συνώνυμα:
- conmoverse (συγκινώμαι)
- excitarse (ενθουσιάζομαι)
- afectar (επιδρώ)
Αντώνυμα:
- desemocionarse (χάνω το ενδιαφέρον)
- permanecer impasible (παραμένω αδιάφορος)
- ignorar (αγνοώ)