Emoliente είναι ουσιαστικό και επίθετο στα Ισπανικά.
Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /e.moˈljente/
Ο όρος emoliente χρησιμοποιείται στη ιατρική για να αναφερθεί σε ουσίες ή προϊόντα που συμβάλλουν στην ανακούφιση και πολύ συχνά χρησιμοποιούνται για την καταπράυνση και ενυδάτωση του δέρματος, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ξηρότητας, ερεθισμού ή φλεγμονής. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και συναντάται συχνά σε κλινικά και φαρμακευτικά περιβάλλοντα.
Ο δερματολόγος πρότεινε ένα μαλακτικό για το ξηρό δέρμα.
Aplicar un emoliente después del baño ayuda a mantener la hidratación.
Ο όρος δεν παρατηρείται συνήθως σε ειδικές ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί σε συζητήσεις που σχετίζονται με τη φροντίδα του δέρματος:
Είναι θεμελιώδες να χρησιμοποιείς ένα μαλακτικό το χειμώνα.
Nada mejor que un emoliente para calmar la irritación.
Η λέξη emoliente προέρχεται από το λατινικό "emolliens", το οποίο σημαίνει "μαλακώνω" και είναι συνδεδεμένο με τη ρίζα "mollis" που σημαίνει "μαλακός". Η καταγωγή της αναδεικνύει τη λειτουργία της στην ανακούφιση και τη μαλακή υφή ουσιών ή προϊόντων που χρησιμοποιούνται στη φροντίδα του δέρματος.
Συνώνυμα: - Calmante (καταπραϋντικό) - Suavizante (μαλακτικό) - Hidratante (ενυδατικό)
Αντώνυμα: - Irritante (ερεθιστικό) - Deshidratante (αποξενωτικό)