emoliente - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

emoliente (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Emoliente είναι ουσιαστικό και επίθετο στα Ισπανικά.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /e.moˈljente/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία της λέξης

Ο όρος emoliente χρησιμοποιείται στη ιατρική για να αναφερθεί σε ουσίες ή προϊόντα που συμβάλλουν στην ανακούφιση και πολύ συχνά χρησιμοποιούνται για την καταπράυνση και ενυδάτωση του δέρματος, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ξηρότητας, ερεθισμού ή φλεγμονής. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και συναντάται συχνά σε κλινικά και φαρμακευτικά περιβάλλοντα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El dermatólogo recomendó un emoliente para la piel seca.
  2. Ο δερματολόγος πρότεινε ένα μαλακτικό για το ξηρό δέρμα.

  3. Aplicar un emoliente después del baño ayuda a mantener la hidratación.

  4. Η εφαρμογή ενός καταπραϋντικού μετά το μπάνιο βοηθά στη διατήρηση της υγρασίας.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ο όρος δεν παρατηρείται συνήθως σε ειδικές ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί σε συζητήσεις που σχετίζονται με τη φροντίδα του δέρματος:

  1. Es fundamental usar un emoliente en invierno.
  2. Είναι θεμελιώδες να χρησιμοποιείς ένα μαλακτικό το χειμώνα.

  3. Nada mejor que un emoliente para calmar la irritación.

  4. Τίποτα καλύτερο από ένα καταπραϋντικό για να ηρεμήσει τον ερεθισμό.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη emoliente προέρχεται από το λατινικό "emolliens", το οποίο σημαίνει "μαλακώνω" και είναι συνδεδεμένο με τη ρίζα "mollis" που σημαίνει "μαλακός". Η καταγωγή της αναδεικνύει τη λειτουργία της στην ανακούφιση και τη μαλακή υφή ουσιών ή προϊόντων που χρησιμοποιούνται στη φροντίδα του δέρματος.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Calmante (καταπραϋντικό) - Suavizante (μαλακτικό) - Hidratante (ενυδατικό)

Αντώνυμα: - Irritante (ερεθιστικό) - Deshidratante (αποξενωτικό)



23-07-2024