Ρήμα
/ɛm.paˈt͡ʃaɾ/
Η λέξη "empachar" στα Ισπανικά σημαίνει "να προκαλώ φράξιμο" ή "να αποκλείω". Αν και χρησιμοποιείται στην ιατρική για την περιγραφή μιας κατάστασης οπότε ένα άτομο έχει υπερβολική ποσότητα τροφής στο στομάχι (π.χ. είναι "μπερδεμένο" ή "βουλωμένο"), χρησιμοποιείται και μεταφορικά για να περιγράψει καταστάσεις ή συναισθήματα που μπορεί να μας "φράξουν" ή να μας "μπλοκάρουν". Η χρήση της είναι συχνότερη στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να συναντηθεί και σε γραπτές αναφορές.
No quiero empachar a los niños con tanto dulce.
(Δεν θέλω να μπλοκάρω τα παιδιά με τόσα γλυκά.)
A veces, empachar nuestras emociones puede causar problemas.
(Αρκετές φορές, το να φράξουμε τα συναισθήματά μας μπορεί να προκαλέσει προβλήματα.)
El exceso de comida puede empachar el estómago.
(Η υπερβολική ποσότητα φαγητού μπορεί να μπλοκάρει το στομάχι.)
Η λέξη "empachar" μπορεί να εμφανιστεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Empachar el corazón
(Να μπλοκάρω την καρδιά) - χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που αισθάνεται καταθλιπτικός ή υπερφορτωμένος από συναισθήματα.
Είναι difícil empachar el corazón cuando enfrentas tantas decepciones.
(Είναι δύσκολο να μπλοκάρεις την καρδιά όταν αντιμετωπίζεις τόσες απογοητεύσεις.)
Empachar la mente
(Να μπλοκάρω το μυαλό) - σημαίνει να γεμίζεις το μυαλό σου με σκέψεις που σε αποκλείουν από να πάρεις αποφάσεις.
El estrés puede empachar la mente y hacerte sentir confundido.
(Η πίεση μπορεί να μπλοκάρει το μυαλό και να σε κάνει να νιώθεις μπερδεμένος.)
Empachar de trabajo
(Να μπλοκάρεις με δουλειά) - περιγράφει την κατάσταση όπου κάποιος είναι υπερφορτωμένος από υποχρεώσεις.
Me empachan de trabajo y no puedo concentrarme.
(Με μπλοκάρουν με δουλειά και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ.)
Η λέξη "empachar" προέρχεται από το ισπανικό "pachar", που σημαίνει "φράσσω" ή "κλείνω". Πρόκειται για ένα σύνθετο ρήμα που ενσωματώνει το πρόθεμα "em-", το οποίο συχνά τείνει να συνδέεται με την ιδέα της κατεύθυνσης ή την ένταση μιας ενέργειας.
Συνώνυμα: - obstruir (φράσσω) - bloquear (μπλοκάρουν) - restringir (περιορίζω)
Αντώνυμα: - permitir (επιτρέπω) - liberar (απελευθερώνω) - soltar (χαλαρώνω)