Το "empadronamiento" είναι ουσιαστικό στον ενικό αριθμό.
Φωνητική μεταγραφή
[empaðɾonaˈmjeŋto]
Χρήση στα Ισπανικά
Η λέξη "empadronamiento" χρησιμοποιείται στη γραπτή γλώσσα για να αναφερθεί στη διαδικασία εγγραφής κάποιου σε μια κατοικία ή σε μια πόλη.
Παραδειγματικές προτάσεις
Mi empadronamiento en Madrid fue un proceso rápido y sencillo. (Η εγγραφή μου στη Μαδρίτη ήταν ένα γρήγορο και εύκολο διαδικασία.)
Necesito el empadronamiento para tramitar mi nueva tarjeta de identificación. (Χρειάζομαι την εγγραφή για να επεξεργαστώ την νέα μου ταυτότητα.)
Ετυμολογία
Η λέξη "empadronamiento" προέρχεται από τη σύνθετη λέξη "empadronar" που σημαίνει "να εγγραφεί κάποιος σε μια λίστα" και το επίθετο "-miento" που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία ουσιαστικών.