Empanar είναι ρήμα.
[em.paˈnaɾ]
Η λέξη "empanar" αναφέρεται στη διαδικασία κάλυψης ή επικάλυψης τροφίμων με ψωμί ή άλλες ζύμες πριν από το τηγάνισμα ή το ψήσιμο. Χρησιμοποιείται συχνά στη μαγειρική και την παρασκευή εδεσμάτων σε πολλές ισπανόφωνες χώρες. Έχει μέση χρήση στην προφορική και γραπτή γλώσσα.
Χρειάζομαι να επενδύσω τα φιλέτα πριν τα τηγανίσω.
En la cocina española, es común empanar el pescado.
Στην ισπανική κουζίνα, είναι συνηθισμένο να επενδύουν το ψάρι.
Voy a empanar las croquetas para que queden crujientes.
Η λέξη "empanar" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως η διαδικασία του να "empanar" έχει σχέση με εδέσματα και τονίζει τη διαδικασία της προετοιμασίας του φαγητού.
Η επικάλυψη και το τηγάνισμα είναι μια βασική τεχνική σε πολλές κουζίνες.
Si quieres un buen empanado, debes usar pan rallado.
Αν θέλεις μια καλή επικάλυψη, πρέπει να χρησιμοποιήσεις τριμμένο ψωμί.
La clave para un buen empanado es el huevo batido.
Η λέξη "empanar" προέρχεται από την ισπανική λέξη "pan" που σημαίνει "ψωμί", με το πρόθεμα "em-" που υποδηλώνει κάλυψη ή περιτύλιξη.
Συνώνυμα: - Rebozar (επικάλυψη) - Cubrir (καλύπτω)
Αντώνυμα: - Descubrir (αποκαλύπτω) - Desnudar (γυμνώνω)