Το "empapar" είναι ρήμα.
/empapaɾ/
Το "empapar" σημαίνει να απορροφήσουμε ή να μουλιάσουμε κάτι σε υγρό, συνήθως αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία ένα υλικό γίνεται βρεγμένο ή μουσκεμένο από ένα υγρό. Στην ισπανική γλώσσα χρησιμοποιείται και σε μεταφορικό επίπεδο, για να περιγράψει την έντονη εμπλοκή ή συμμετοχή σε μια κατάσταση ή δραστηριότητα.
Χρήση στη γλώσσα Ισπανικά: Είναι μια λέξη με μέτρια συχνότητα. Χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, με σχετική προτίμηση στην περιγραφή φυσικών φαινομένων ή καταστάσεων.
El papel se empapa con el agua.
(Το χαρτί μουλιάζει στο νερό.)
Debes empapar la esponja antes de limpiar.
(Πρέπει να μουλιάσεις το σφουγγάρι πριν καθαρίσεις.)
La lluvia empapa el suelo.
(Η βροχή μουλιάζει το έδαφος.)
Το "empapar" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που συνδέονται κυρίως με τη διαδικασία της απορρόφησης ή της εμπλοκής σε κάτι.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που μαθαίνει πολλά πράγματα.
Empaparse de la cultura local.
(Να μουλιάσεις στον τοπικό πολιτισμό.)
Αναφέρεται στο να βυθιστεί κανείς πλήρως σε μια νέα κουλτούρα.
No te empapes en problemas ajenos.
(Μην μουλιάζεις σε ξένα προβλήματα.)
Χρησιμοποιείται για να προειδοποιήσει κάποιον να μην εμπλέκεται σε προβλήματα άλλων ανθρώπων.
Empaparse de emoción.
(Να μουλιάσεις από συγκίνηση.)
Η λέξη "empapar" προέρχεται από το προθετικό "en-" που σημαίνει "μέσα σε" και από το ρήμα "papa", το οποίο σχετίζεται με την έννοια του σκεπάζω ή του βρέχω.
Συνώνυμα: - Mojar (βρέχω) - Humedecer (υγραίνω)
Αντώνυμα: - Secar (στεγνώνω) - Deshidratar (αφυδατώνω)