Ρήμα.
/emaˈpaɾse/
Η λέξη "empaparse" αναφέρεται στη διαδικασία του να βραχεί ή να εμποτιστεί σε υγρό. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να βρεθεί και σε γραπτό κείμενο, συχνά σε περιγραφές καταστάσεων που περιλαμβάνουν νερό ή άλλο υγρό.
"Μετά το παιχνίδι στη βροχή, βράχηκα."
"No olvides cubrir los muebles, porque se pueden empapar."
Η λέξη "empaparse" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες περιφράσεις που εκφράζουν την έννοια του να γίνει κάποιος ή κάτι βαρύτερο ή σε μεγαλύτερη ένταση λόγω υγρασίας.
"Να βραχεί από πληροφορίες." (σημαίνει να αποκτήσει πολλές γνώσεις)
"Se empapa de cultura al viajar."
"Εμποτίζεται από πολιτισμό όταν ταξιδεύει."
"Empaparse en la situación."
Το ρήμα "empaparse" προέρχεται από την σύνθεση του προθέματος "em-" (που υποδηλώνει δράση ή κατάσταση) και του ρήματος "papar", που σημαίνει "να απορροφήσει" ή "να απορροφηθεί".